Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γνώριμος

  • 1 γνώριμος

    [ гноримос] ея. знакомый.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γνώριμος

  • 2 знакомый

    знакомый 1. γνώριμος γνωστός (известный) мы \знакомыйы γνωριζόμαστε 2. м о γνωστός это мой \знакомый είναι γνωστός μου
    * * *
    1.
    γνώριμος; γνωστός ( известный)

    мы знако́мы — γνωριζόμαστε

    2. м
    ο γνωστός

    э́то мой знако́мый — είναι γνωστός μου

    Русско-греческий словарь > знакомый

  • 3 знакомый

    знако́м||ый
    1. прил γνωστός, γνώριμος:
    \знакомыйое дело ἡ γνωστή ὑπόθεση· его лицо́ мне \знакомыйο τό πρόσωπο του μοῦ εἶναι γνωστό· быть \знакомыйым с кем-л. είμαστε γνωστοί μέ κάποιον, γνωριζόμαστε μέ κάποιον·
    2. м ὁ γνωστός, ὁ γνώριμος.

    Русско-новогреческий словарь > знакомый

  • 4 давнйшний

    давн||йшний
    прил разг παληός, ἀρχαίος, παμπάλαιος:
    \давнйшнийи́шний знакомый ὁ παληός γνώριμος· \давнйшнийи́шняя ссо́ра παμπάλαιος καυγᾶς.

    Русско-новогреческий словарь > давнйшний

  • 5 знакомец

    -мца α.
    -ка, -и θ. παλ. γνωστός, -ή, γνώριμος, -η.

    Большой русско-греческий словарь > знакомец

  • 6 знакомый

    επ., βρ: -ком, -а, -о.
    1. γνωστός, γνώριμος•

    -ая мелодия γνωστή μελωδία•

    -ые места γνωστά μέρη•

    его лицо мне -о η φυσιογνωμία του μου είναι γνωστή•

    быть -ым λίγο τον γνωρίζω•

    его имя -ое το όνομα του μου είναι γνωστό•

    мы уже давно -мы εμείς από καιρό γνωριζόμαστε•

    скажи с кем ты -ом, а я скажу кто ты таков πες μου με ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι.

    2. ως ουσ. γνωστός•

    у меня много -ых έχω πολλούς γνωστους.

    Большой русско-греческий словарь > знакомый

  • 7 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 8 известный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. γνώριμος, γνωστός•

    -ое дело γνωστή υπόθεση.

    2. διάσημος, ξακουστός, ονομαστός, φημισμένος. || πασίγνωστος διαβόητος•

    -ая женщина πασίγνωστη γυναίκα•

    известный бандит διαβόητος ληστής.

    3. ορισμένος, δοσμένος, κάποιος•

    есть -ая доля свободы υπάρχει κάποια ελευθερία•

    в известный момент στη δοσμένη στιγμή.

    || καθορισμένος συνηθισμένος•

    в известный час открылось окно την καθορισμένη ώρα άνοιξε το παράθυρο•

    при -ых условиях κατά τα συνηθισμένα.

    4. πληροφορημένος, κατατοπισμένος•

    я про то извстен стал για κείνο εγώ πληροφορήθηκα.

    Большой русско-греческий словарь > известный

  • 9 незнакомый

    επ., βρ: -ком, -а, -о
    άγνωστος• μη γνώριμος•

    незнакомый почерк άγνωστος γραφικός χαρακτήρας•

    -ые места άγνωστα μέρη•

    человек άγνωστος άνθρωπος•

    вы -ы с нашей жизнью εσείς δε γνωρίζετε τη ζωή μας•

    быть -ым είμαι άγνωστος•

    я -ом с нею εγώ δε γνωρίζομαι μ αυτήν•

    Большой русско-греческий словарь > незнакомый

  • 10 привычный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    συνήθης, συνηθισμένος εξοικειωμένος μαθημένος. || γνώριμος, γνωστός (από τη συχνή αντί-κριση).

    Большой русско-греческий словарь > привычный

  • 11 примелькаться

    ρ.σ. συνηθίζω, εξοικειώνομαι, είμαι γνωστός, γνώριμος.

    Большой русско-греческий словарь > примелькаться

См. также в других словарях:

  • γνώριμος — well known masc nom sg γνώριμος well known masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος …   Dictionary of Greek

  • γνώριμος — η, ο ο γνωστός, ο οικείος: Μου είναι γνώριμα αυτά τα μέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωριμώτερον — γνώριμος well known adverbial comp γνώριμος well known masc acc comp sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc comp sg γνώριμος well known masc acc comp sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc comp sg γνώριμος well known adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωριμωτάτων — γνώριμος well known fem gen superl pl γνώριμος well known masc/neut gen superl pl γνώριμος well known fem gen superl pl γνώριμος well known masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωριμωτέρων — γνώριμος well known fem gen comp pl γνώριμος well known masc/neut gen comp pl γνώριμος well known fem gen comp pl γνώριμος well known masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωριμώτατα — γνώριμος well known adverbial superl γνώριμος well known neut nom/voc/acc superl pl γνώριμος well known adverbial superl γνώριμος well known neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωριμώτατον — γνώριμος well known masc acc superl sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc superl sg γνώριμος well known masc acc superl sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρίμω — γνώριμος well known masc/neut nom/voc/acc dual γνώριμος well known masc/neut gen sg (doric aeolic) γνώριμος well known masc/fem/neut nom/voc/acc dual γνώριμος well known masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρίμως — γνώριμος well known adverbial γνώριμος well known masc acc pl (doric) γνώριμος well known adverbial γνώριμος well known masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώριμον — γνώριμος well known masc acc sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc sg γνώριμος well known masc/fem acc sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»