-
1 пробовать
-
2 вкус
-а α.1. γεύση•горький вкус πικρή γεύση•
кислый вкус ξυνή γεύση•
органы -а τα όργανα της γεύσης•
приятный вкус ευχάριστη γεύση•
пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.
2. κλίση, τάση•вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.
|| γούστο, αρέσκεια•на мой вкус κατά το γούστο μου•
он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•
у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•
приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•
это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.
3. τρόπος, στυλ•ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.
εκφρ.о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση. -
3 вкусить
вкушу, вкусишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкушенный, βρ: -шен, -шена, -шено ρ.σ.μ.1. (παλ. κ. γραπ. λόγος) τρώγω πίνω λίγο, δοκιμάζω.2. μτφ. γεύομαι, αισθάνομαι•вкусить наслаадения любви γεύομαι τις απολαύσεις της αγάπης.
-
4 предвкушать
-
5 вкушать
вкушатьнесов γεύομαι, δοκιμάζω, αίσ-θάνομαι. -
6 отведать
отведатьсов, отведывать несов1. (попробовать) δοκιμάζω, γεύομαι:\отведать пирога δοκιμάζω τήν πήττα·2. перен (испытать) δοκιμάζω. -
7 пробовать
пробоватьнесов1. (на вкус) δοκιμάζω, γεύομαι·2. (испытывать) δοκιμάζω, προβάρω:\пробовать свой силы δοκιμάζω τάς δυνάμεις μου·3. (пытаться) δοκιμάζω, ἐπιχειρώ, ἀποπειρώμαι, προσπαθώ:\пробовать что́-л. делать ἐπιχειρώ νά κάνω κάτι. -
8 вкушать
ρ.δ.βλ. вкусить.εκφρ.вкушать плоды – γεύομαι τους καρπούς (παίρνω πείρα)•вкушать сон – (παλ. κ. ειρν.) κοιμάμαι καλά. -
9 изжить
-живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -оκ. изжитой, βρ: -жит, -а-ο; ρ.σ.μ.1. εξαλείφω, ξεριζώνω•изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.
2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).
|| υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•изжить горе περνώ φαρμάκια•
изжить печали περνώ θλίψη.
εκφρ.он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,). -
10 испробовать
-бую, -буешь ρ.σ.μ.1. δοκιμάζω, ελέγχω•испробовать оружие δοκιμάζω το όπλο.
2. γεύομαι.3. αποκτώ πείρα. -
11 нюхать
ρ.σ.μ.1. οσφραίνομαι, μυρίζω•цветок, духи μυρίζω το λουλούδι, τα αρώματα•
нюхать воздух μυρίζω τον αέρα.
|| ρουφώ με τη μύτη• τραβώ πρέζα.2. μτφ. δοκιμάζω, γεύομαι, γνωρίζω.εκφρ.пороху не -ал – είναι άκαπνος (απειροπόλεμος). -
12 опробовать
-ую, -уешьρ.δ.κ.σ.1. δοκιμάζω, κάνω πρόβα, προβάρω. || αναλύω, εξετάζω.2. γεύομαι. -
13 отведать
ρ.σ.μ. με γεν. κ. αιτ. (κυρλζ. κ. μτφ.)δοκιμάζω• γεύομαι•-айте этого вино δοκιμάστε αυτό το κρασί•
мне пришлось отведать немало горя μου συνέβηκε να περάσω όχι λίγες στενοχώριες (φαρμάκια).
-
14 откушать
ρ.σ. παλ.1. αποτρώγω, τελειώνω το φαγητό.2. συντρώγω, συμπαρακάθομαι σε γεύμα, τσάι κ.τ.τ.δοκιμάζω (γεύομαι) αποκόπτοντας. -
15 перепробовать
-буго, -буешьρ.σ.μ. δοκιμάζω• γεύομαι•перепробовать все яблоки δοκιμάζω όλα τα μήλα.
-
16 перечувствовать
-ствую, -ствуешьρ.σ.μ.δοκιμάζω, υφίσταμαι, γεύομαι (όλα, πολλά). -
17 прикоснуться
ρ.σ.επιψαύω, επιψηλαφώ, εγγίζω, θίγω άπτομαι ελαφρά. || δοκιμάζω λίγο φαγώσιμο• γεύομαι. || μτφ. συμμετέχω, αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι, μπερδεύομαι, μπλέκομαι. -
18 пробовать
-бут, -буешьρ.δ.1. δοκιμάζω•пробовать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου.
|| γεύομαι•пробовать вино, кушанье δοκιμάζω το κρασί, το φαγητό.
2. αποπειρώμαι, επιχειρώ•пробовать писать стихи δοκιμάζω να γράψω ποιήματα.
δοκιμάζω. -
19 распробовать
ρ.σ.μ. δοκιμάζω• γεύομαι. -
20 расчухать
ρ.σ.μ. (απλ.).1. οσφραίνομαι,. μυρίζω• γεύομαι.2. μτφ. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι• παίρνω μυρουδιά•.
См. также в других словарях:
γεύομαι — γεύομαι, γεύτηκα βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γεύομαι — και γεύω (AM γεύομαι και γεύω) Ι. γεύομαι 1. τρώω, γευματίζω 2. δοκιμάζω με τη γλώσσα 3. αποκτώ ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία αρχ. 1. δοκιμάζω να κάνω κάτι, προσπαθώ 2. οσφραίνομαι, μυρίζω. II. γεύω προσφέρω γεύμα σε κάποιον αρχ. 1. δίνω σε… … Dictionary of Greek
γεύομαι — γεύτηκα 1. δοκιμάζω τη γεύση: Γεύτηκα το ψητό και μου φάνηκε πολύ νόστιμο. 2. μτφ., αποκτώ εμπειρία: Γεύτηκε με το παραπάνω τις χαρές της ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεύομαι — γεύω give a taste pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
συγγεύομαι — Α [γεύομαι] γεύομαι επίσης … Dictionary of Greek
ĝeus- — ĝeus English meaning: to taste; to enjoy [“ savor, enjoy, taste “, in the Gmc. and Celt. “choose”, in Indo Iran. and AlbO.N. “love”] Material: O.Ind. jō ṣ ati, juṣátē “kostet, enjoys, liebt”, jōsa yatē “findet whereof pleasure”, jō … Proto-Indo-European etymological dictionary
άγευστος — η, ο (Α ἄγευστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει γεύση 2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος 3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεος αρχ. 1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι 2. νηστικός 3. αυτός που δεν … Dictionary of Greek
άγευτος — η, ο [γεύομαι] 1. αυτός που δεν γεύτηκε κάτι, που δεν έφαγε 2. ο άγευστος* … Dictionary of Greek
άπαστος — ἄπαστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος 2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»] … Dictionary of Greek