-
1 γενναιος
3 и 21) врожденный, прирожденный2) свободнорожденный, принадлежащий к свободному сословию(τέκνα Her.)
3) принадлежащий к знатному роду, родовитый(γονῇ Soph.; γ. τις ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων Plat.)
4) благородный, породистый(σκύλαξ Xen., Plat.; ζῷα Arst.)
5) благородный, нравственно чистый(ἀνήρ, πρᾶγμα Plat.; ἔπος Soph.; ψυχά Eur.; ἁπλοῦς τῷ ἤθει καὴ γ. Arst.)
γ. εἶ ирон. Arph. — нет уж, благодарю покорно6) превосходный, замечательный, отличный(σταφυλή, σῦκα Plat.; χώρα Polyb.)
7) огромный, внушительный(δύη Soph.; πώγων Plat.)
πολλὰ γενναῖα ἐποί ησεν ὅ ἄνεμος Xen. — немалых дел натворил ветер -
2 γενναίος
γενναίος, ά, ον ['породистый'] 1. хорошей породы; знатный; 2. подлинный, настоящий; 3. бойкий; отличный -
3 γενναίος
αία, ο[ν]1) мужественный, храбрый, доблестный, смелый;γενναίος στρατιώτης — доблестный воин;
γενναία απάντηση — смелый ответ;
2) благородный;γενναία πράξη — благородный поступок;
3) щедрый;γενναία αμοιβή — щедрое вознаграждение;
4) изобильный, чрезмерный; роскошный;γενναιο φαΐ (πιοτό) — много еды (питья);
γενναίο γλέντι — роскошный пир
-
4 γενναίος
[геннэос] επ храбрый, мужественный. -
5 αγροικος
или ἄγροικος 21) деревенский, сельский(βίος Arph.; δίαιτα Plut.)
2) ( в отличие от γενναῖος) дикорастущий, полевой(ὀπώρα Plat.)
3) невозделанный, дикий(ὄρος Thuc. - v. l. Ἀγραικός)
4) мужицкий, грубый, некультурный(ἄ. καὴ δυσμαθής Arph.; ἀ. καὴ ἀπαίδευτος Plat.; ἀγράμματος καὴ ἀ. Plut.)
-
6 γονη
дор. γονά ἥ тж. pl.1) рождение(Ἡράκλειοι γοναί Pind.)
γονῇ πεφυκὼς γεραίτερος Soph. — старший годами2) произведение на свет, роды(αἱ δι΄ ὠδίνων γοναί Eur.; ῥηΐδιοι γοναί Theocr.)
3) семенная жидкость, семя (преимущ. человека и животных)(Hes., Pind., Soph., Her., Plat.: τὰ φυτὰ προΐεται οὐ γονήν, ἀλλὰ σπέρματα Arst.)
4) плод, отпрыск, дитяπαίδων γ. Hom. = παῖδες;
ἔχειν γονὰς κατηκόους Soph. — иметь послушных детей;τέκνων δίπτυχος γ. Eur. — дети-близнецы5) потомство, род, племя(ἀραῖος Aesch.; γενναῖος Soph.; αἱ Δαρδάνου γοναί Eur.)
6) поколениеτρίταισιν ἐν γοναῖς Pind. или τριτοσπόρῳ γονῇ Aesch. — в третьем поколении;
τρίτος γένναν πρὸς δέκ΄ ἄλλαισιν γοναῖς Aesch. — потомок в 13-м поколении7) материнская утроба8) всходы, урожай(πάγκαρπος γ. Plat.)
-
7 γενναιόφρων
-
8 γενναίως
( наречие от γενναῖος) доблестно, храбро
См. также в других словарях:
γενναῖος — true to one s birth masc nom sg γενναῖος true to one s birth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… … Dictionary of Greek
γενναίος, -α — ο επίρρ. α 1. ανδρείος, τολμηρός, θαρραλέος: Υπήρξε γενναίος αγωνιστής. 2. άφθονος, πλουσιοπάροχος: Πήρε γενναία αμοιβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κολοκοτρώνης, Γενναίος — (1805 – 1868). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός, πολιτικός, πρωθυπουργός (1862), γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (βλ. λ.). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης, αλλά επονομάστηκε Γενναίος, λόγω της γενναιότητας που επέδειξε στη διάρκεια του Αγώνα.… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ ο Γενναίος — (1557 – 1601). Ηγεμόνας της Βλαχίας (1593 1601). Στη διάρκεια της ηγεμονίας του αρνήθηκε να καταβάλει φόρο στο Σουλτάνο και αργότερα εξεγέρθηκε εναντίον των Τούρκων έχοντας και την υποστήριξη του αυτοκράτορα Ροδόλφου. Για ορισμένο χρονικό… … Dictionary of Greek
γενναῖον — γενναῖος true to one s birth masc acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναῖα — γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναῖε — γενναῖος true to one s birth masc voc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναῖοι — γενναῖος true to one s birth masc nom/voc pl γενναῖος true to one s birth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναῖαι — γενναῖος true to one s birth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναιότατ' — γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc superl pl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)