-
1 γδύνω
[гдино] р. раздевать, обирать, грабить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γδύνω
-
2 раздеть
-
3 раздевалка
το ιματιοφυλάκιο, разг. τα αποδυτήρια (πλ.)-ть γδύνω, ξεντύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздевалка
-
4 раздевать
раздеватьнесов γδύνω, ξεντύνω, ἐκ-δύω. -
5 разоблачать
разоблач||атьнесов,1. (раздеть) разг, шутл. ξεντύνω, γδύνω·2. перен ξεσκεπάζω, ἀποκαλύπτω, φανερώνω/ ξεμασκα-ρεύω (изобличать кого-л.). -
6 раздевать
[ραζντιβάτ'] ρ. γδύνω -
7 раздевать
[ραζντιβάτ'] ρ γδύνω -
8 нос
-а α. προθετ. о -е, на -у, πλθ. -ы α.1. μύτη, ρις•длинный нос μακριά μύτη•
нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•
курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•
вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•
орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•
сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•
нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).
2. ράμφος•дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.
3. βλ. носик (2 σημ.).4. βλ. носок5. πλώρη, πρώρα.6. ακρωτήριο, κάβος..εκφρ.из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•- ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•оставить с -ом – μτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε). -
9 обнажить
-жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•
обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•
обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.
2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.
|| μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.
1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.
-
10 раздеть
-ену, -енешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздетый, βρ: -дет, -а, -о.1. γδύνω, ξε-ντυνω,2. ληστεύω.γδύνομαι, ξεντύνομαι. -
11 разоблачить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разоблаченный, βρ: -чен, -чена, -чено ρ.σ.μ.1. (εκκλσ.) αφα,ιρώ, βγάζω τα άμφια από κάποιον. || ξεντύνω, γδύνω.2. μτφ. φανερώνω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω.1. βγάζω τα άμφια μου. || ξεντύνομαι, γδύνομαι.2. φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, αποκαλύπτομαι.
См. также в других словарях:
γδύνω — γδύνω, έγδυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γδύνω — Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω 2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τόν απογυμνώνω 3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά 4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ τη θήκη II. γδύνομαι βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω… … Dictionary of Greek
γδύνω — έγδυσα, γδύθηκα, γδυμένος 1. αφαιρώ τα ρούχα από κάποιον, ξεντύνω, γυμνώνω: Έγδυσε το μωρό για να το πλύνει. 2. κατακλέβω: Οι ληστές έγδυσαν το μαγαζί. 3. εξαντλώ οικονομικά κάποιον: Με έγδυσαν οι δικηγόροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγδυτος — η, ο [γδύνω] αυτός που δεν γδύθηκε, ντυμένος … Dictionary of Greek
αγιογδύτης — ο (θηλ. ισσα) 1. αυτός που κλέβει ακόμη και τους αγίους, που απογυμνώνει ακόμη και τους ιερούς τόπους, ιερόσυλος 2. αισχροκερδής, τοκογλύφος, κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γδύνω] … Dictionary of Greek
απαμφίζω — ἀπαμφίζω (Α) αφαιρώ τα ενδύματα, γδύνω … Dictionary of Greek
απαμφιέννυμι — ἀπαμφιέννυμι (Α) 1. γδύνω, ξεγυμνώνω 2. αφαιρώ, γκρεμίζω … Dictionary of Greek
απογυμνώνω — (AM ἀπογυμνῶ, όω) 1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς 2. αφοπλίζω 3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύω νεοελλ. λεηλατώ αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω 2. εξηγώ 3. ( ούμαι) γίνομαι ορατός, φανερώνομαι … Dictionary of Greek
αποδύω — ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι) (αρχ. νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες αρχ. Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω II. (μέσ., ομαι) 1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω … Dictionary of Greek
απολωπίζω — ἀπολωπίζω (Α) [λωπίζω] γδύνω, κατακλέβω … Dictionary of Greek
γδυμνός — ή, ό ο γυμνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με επίδραση τού γδύνω] … Dictionary of Greek