Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γέννα

  • 1 роды

    роды мн. о τοκετός, η γέννα
    * * *
    мн.
    ο τοκετός, η γέννα

    Русско-греческий словарь > роды

  • 2 роды

    роды
    мн. ἡ γέννα, ὁ τοκετός:
    первые \роды ἡ πρωτοτοκία· преждевременные \роды ὁ πρόωρος τοκετός· трудные \роды ὁ δύσκολος τοκετός, ἡ δύσκολη γέννα.

    Русско-новогреческий словарь > роды

  • 3 несушка

    θ.
    ωοτεκούσα•

    курица несушка κόταπου γεννά•

    утка несушка πάπια που γεννά.

    Большой русско-греческий словарь > несушка

  • 4 Generation

    subs.
    Act of generating: Ar. and P. γένεσις, ἡ, P. γέννησις, ἡ, P. and V. σπορά, ἡ (Plat. but rare P.).
    A coming into being ( as opposed to decay): P. γένεσις, ἡ.
    Period of time: Ar. and P. γενεά, ἡ, V. γονή, ἡ, γέννα, ἡ; see Age.
    Many generations later: P. πολλαῖς γενεαῖς ὕστερον.
    The third generation: V. τριτόσπορος γονή.
    Future generations: P. and V. οἱ ἔπειτα, P. οἱ ἐπιγιγνόμενοι, V. ὕστεροι, οἱ, μεθύστεροι, οἱ, οἱ ἐπίσποροι, ἔκγονα, τά.
    Family: P. and V. γένος, τό, V. γονή, ἡ, Ar. and V. γέννα, ἡ; see Family.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Generation

  • 5 роды

    мед. о τοκετός
    η γέννα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > роды

  • 6 перо

    пер||о́
    с
    1. (птицы) τό φτερό, τό πτε-ρόν:
    покрытый перьями φτερωτός, πτερωτός-.
    2. (писчее) ἡ πέννα:
    вечное \перо ὁ στυλογράφος, τό στυλό· ◊ бойкое \перо τό ζωντανό ὕφος· проба \пероί ἡ πρώτη συγγραφική ἀπόπειρα· одии́м росчерком \пероа μέ μιά μονοκονδυλιά· взяться за \перо ἀρχίζω νά γράφω· владеть \пероо́м ἔχω καλή /Γέννα· что написано \пероо́м, не вырубишь топором поел. ὀτι γράφεις δέν ξεγράφεις· вес \пероа спорт. κατηγορία <ρτεροῦ· ни пу́-ха ни \пероа́1 разг καλή τύχη!, καλή ἐπιτυχία!

    Русско-новогреческий словарь > перо

  • 7 помет

    помет
    м
    1. ἡ κοπριά, ὁ κόπρος (животных) I ἡ κούτσουλιά (птиц)·
    2. (выводок) ἡ γέννα, ἡ γεννιά.

    Русско-новогреческий словарь > помет

  • 8 birth

    [bə:Ɵ]
    1) ((an) act of coming into the world, being born: the birth of her son; deaf since birth.) γέννα
    2) (the beginning: the birth of civilization.) γέννηση
    - birthday
    - birthmark
    - birthplace
    - birthrate
    - give birth to
    - give birth

    English-Greek dictionary > birth

  • 9 childbirth

    noun (the act of giving birth to a child: She died in childbirth.) γέννα

    English-Greek dictionary > childbirth

  • 10 litter

    ['litə(r)] 1. noun
    1) (an untidy mess of paper, rubbish etc: Put your litter in that bin.) σκουπίδια
    2) (a heap of straw etc for animals to lie on etc.) αχυροστρωμνή
    3) (a number of animals born to the same mother at the same time: a litter of kittens.) νεογνά ζώου από μια γέννα
    2. verb
    (to cover (the ground etc) with scattered objects: Papers littered the table.) γεμίζω με άχρηστα πράγματα

    English-Greek dictionary > litter

  • 11 роды

    [ρόντυ] ουσ. πληθ. γέννα

    Русско-греческий новый словарь > роды

  • 12 роды

    [ρόντυ] ουσ πληθ γέννα

    Русско-эллинский словарь > роды

  • 13 живородящий

    επ., βρ: -дящ, -а, -е
    ζωοτόκος•

    -ая ящерица σαύρα που γεννά ζωντανά.

    Большой русско-греческий словарь > живородящий

  • 14 запуск

    α.
    1. εκτόξευση•

    запуск искусственного спутника земли εκτόξευση τεχνητού δορυφόρου της Γης.

    2. βάλσιμο σε κίνηση μηχαής.
    3. άφημα, απόλυση.
    α.
    σταμάτημα αρμέγματος της αγελάδας πριν τη γέννα.

    Большой русско-греческий словарь > запуск

  • 15 запустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εκτοξεύω, εξαπολύω• εκσφενδονίζω• εξακοντίζω•

    запустить искусственного спутника εκτοξεύω τεχνητό δορυφόρο•

    запустить камень εκσφενδονίζω πέτρα.

    2. (για μηχανή) βάζω σε κύνηση, βάζω εμπρός.
    3. βυθίζω• μπήγω• χώνω μέσα.
    4. αφήνω• απολύω•

    запустить лошадей в луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι.

    εκφρ.
    запустить глаза, – ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω•
    запустить руку ή лапу – απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω)•
    запустить словечко – α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)• β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)•
    запустить удочку – προσπαθώ να πληροφορηθώ (ψαρεύω).
    ρ.σ.μ.
    1. εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ, αφήνω.
    2. δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία•

    запустить болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει•

    запустить рану αφήνω την πληγή να μεγαλώσει.

    3. σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα.
    4. αφήνω χέρσα τη γη.

    Большой русско-греческий словарь > запустить

  • 16 козёл

    -зла α.
    1. τράγος, τραγί.
    2. αγριόγιδο, αίγαγρος.
    3. είδος χαρτοπαιγνίου και ντόμινου.
    4. μικρό εφαλτήριο, (ξύλο)γαϊδάρα.
    εκφρ.
    козёл отпущения – (για σφάλματα) και τα βαριά και τ αλαφριά τα φορτώνουν στο γάιδαρο•
    пустить -зла в огород – αφήνω το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα•
    как от козла молока; как от -зла ни-шерсти,ни молокаπαρμ. όπως γεννά ο κόκορας τ αυγά•
    драть -злом; -злим петь – (απλ.) τραγουδώ άσχημα, ρεκο!ζω.

    Большой русско-греческий словарь > козёл

  • 17 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 18 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 19 новотельная

    επ. (για αγελάδα) πρωτότοκη, που πρώτη φορά γεννά.

    Большой русско-греческий словарь > новотельная

  • 20 ноский

    επ. -сок, -ска, -ско.
    1. (για ενδύματα, υποδήματα)• γερός, στερεός, αντοχής•

    -ая ткань γερό ύφασμα.

    2. (για πτηνά) ωοτόκος, γεννήτρα, που γεννά πολλά αυγά•

    -ая порода γόνιμη ράτσα, πολύτοκη.

    Большой русско-греческий словарь > ноский

См. также в других словарях:

  • γέννα — γέννᾱ , γέννα descent fem nom/voc/acc dual γέννα descent fem nom/voc sg γέννᾱ , γέννα descent fem nom/voc/acc dual γέννᾱ , γέννα descent fem nom/voc sg (doric aeolic) γέννᾱ , γέννας mother s brother masc nom/voc/acc dual γέννας mother s… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέννα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Απέχει περίπου 31 χλμ. από το Ηράκλειο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 38… …   Dictionary of Greek

  • γέννᾳ — γένναι , γέννα descent fem nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννα descent fem dat sg (doric aeolic) γένναι , γέννα descent fem nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννα descent fem dat sg (doric aeolic) γένναι , γέννας mother s brother masc nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννας mother… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέννα — η 1. ο τοκετός: Οι πόνοι της γέννας. 2. το παιδί: Δεν ενδιαφέρεται για τη γέννα της. 3. ως κύρ. όν., Γέννα, η και τα τα Χριστούγεννα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεννᾶ — γεννάω beget pres subj act 1st sg (doric aeolic) γεννάω beget pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννᾷ — γεννάω beget pres subj mp 2nd sg γεννάω beget pres ind mp 2nd sg (epic) γεννάω beget pres subj act 3rd sg γεννάω beget pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γέννας — γέννᾱς , γέννα descent fem acc pl γέννᾱς , γέννα descent fem gen sg (doric aeolic) γέννᾱς , γέννα descent fem acc pl γέννᾱς , γέννα descent fem gen sg (doric aeolic) γέννᾱς , γέννας mother s brother masc acc pl γέννᾱς , γέννας mother s… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένναι — γέννα descent fem nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννα descent fem dat sg (doric aeolic) γέννα descent fem nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννα descent fem dat sg (doric aeolic) γέννας mother s brother masc nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννας mother s brother masc dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένναν — γέννα descent fem acc sg γέννᾱν , γέννα descent fem acc sg (doric aeolic) γέννᾱν , γέννας mother s brother masc acc sg (epic doric aeolic) γέννας mother s brother masc acc sg γέννᾱν , γεννάω beget imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γέννᾱν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννᾶι — γεννᾷ , γεννάω beget pres subj mp 2nd sg γεννᾷ , γεννάω beget pres ind mp 2nd sg (epic) γεννᾷ , γεννάω beget pres subj act 3rd sg γεννᾷ , γεννάω beget pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»