-
1 γεννα
ἥ(Eur. тж. ᾱ)
1) род, происхождение(γέννᾳ μεγαλύνεσθαι Aesch.)
2) род, племя(οὐρανία Aesch.)
ἀρσένων γ. Eur. — мужской пол3) поколение(πέμπτη ἀπ΄ αὐτοῦ γ. Aesch.)
4) отпрыск, порождение, потомство(Ἡρακλέος Pind.)
-
2 γέννα
η1) роды;πέθανε στη γέννα — она умерла от родов;
2) порождение;διαβόλου γέννα — дьявольское отродье;
καταραμένη γέννα — проклятое сёйя;
3) новолуние;4) завязь (хлебных злаков); 5) яичник (у домашних птиц) -
3 Γέννα
τα, η рождество -
4 γέννα
[генна] ουσ. Θ. роды. ουσ. Θ. щедрость,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γέννα
-
5 γέννα
[генна] ουσ θ роды. -
6 Όπου είναι καλορίζικος, γεννά κι ο κόκοράς του
Όπου είναι καλορίζικος, γεννά κι ο κόκοράς του. Κι όπου είναι κακορίζικος, ψοφά κι η όρνιθά του• У кого счастье поведется, у того и петух несется• У счастливого недруги мрут, у несчастного друг умираетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου είναι καλορίζικος, γεννά κι ο κόκοράς του
-
7 αριστοτοκος
-
8 ημεριος
-
9 θηλυσπορος
-
10 λαγινος
-
11 μεγαλυνω
1) увеличивать, расширять(τέν δύναμίν τινος Thuc., Diod.; τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων NT.)
2) укреплять, усиливать(τοὺς ὑπάρχοντας πολεμίους Thuc.)
3) возвеличивать, прославлять(τὸ Πενθέως ὄνομα Eur.)
; med.-pass. гордиться(ἔκ τινος и ἐπί τινι Xen.; γέννᾳ Aesch.)
4) раздувать, преувеличивать Thuc. -
12 ορεινομος
-
13 πεντηκονταπαις
-
14 Χριστούγεννα
Χριστούγεννα ταРождество Христово – великий двунадесятый христианский праздник в воспоминание рождения Господа Иисуса Христа в Вифлееме, празднуемый 25 декабря / 7 января, см. γέννησηЭтим.слово происходит от словосочетания Χριστού γέννα «рождение Христа»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Χριστούγεννα
См. также в других словарях:
γέννα — γέννᾱ , γέννα descent fem nom/voc/acc dual γέννα descent fem nom/voc sg γέννᾱ , γέννα descent fem nom/voc/acc dual γέννᾱ , γέννα descent fem nom/voc sg (doric aeolic) γέννᾱ , γέννας mother s brother masc nom/voc/acc dual γέννας mother s… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέννα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Απέχει περίπου 31 χλμ. από το Ηράκλειο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 38… … Dictionary of Greek
γέννᾳ — γένναι , γέννα descent fem nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννα descent fem dat sg (doric aeolic) γένναι , γέννα descent fem nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννα descent fem dat sg (doric aeolic) γένναι , γέννας mother s brother masc nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννας mother… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέννα — η 1. ο τοκετός: Οι πόνοι της γέννας. 2. το παιδί: Δεν ενδιαφέρεται για τη γέννα της. 3. ως κύρ. όν., Γέννα, η και τα τα Χριστούγεννα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεννᾶ — γεννάω beget pres subj act 1st sg (doric aeolic) γεννάω beget pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννᾷ — γεννάω beget pres subj mp 2nd sg γεννάω beget pres ind mp 2nd sg (epic) γεννάω beget pres subj act 3rd sg γεννάω beget pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γέννας — γέννᾱς , γέννα descent fem acc pl γέννᾱς , γέννα descent fem gen sg (doric aeolic) γέννᾱς , γέννα descent fem acc pl γέννᾱς , γέννα descent fem gen sg (doric aeolic) γέννᾱς , γέννας mother s brother masc acc pl γέννᾱς , γέννας mother s… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένναι — γέννα descent fem nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννα descent fem dat sg (doric aeolic) γέννα descent fem nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννα descent fem dat sg (doric aeolic) γέννας mother s brother masc nom/voc pl γέννᾱͅ , γέννας mother s brother masc dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένναν — γέννα descent fem acc sg γέννᾱν , γέννα descent fem acc sg (doric aeolic) γέννᾱν , γέννας mother s brother masc acc sg (epic doric aeolic) γέννας mother s brother masc acc sg γέννᾱν , γεννάω beget imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γέννᾱν … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννᾶι — γεννᾷ , γεννάω beget pres subj mp 2nd sg γεννᾷ , γεννάω beget pres ind mp 2nd sg (epic) γεννᾷ , γεννάω beget pres subj act 3rd sg γεννᾷ , γεννάω beget pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)