-
1 γάλα
[гала] ουσ. о. молоко,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γάλα
-
2 молоко
-а ουδ.1. γάλα•грудное молоко το γάλα στήθους•
козье молоко γίδινο γάλα•
овечье молоко πρόβειο γάλα•
коровье молоко γελαδινό γάλα•
топлённое молоко βρασμένο γάλα•
парное молоко άβραστο γάλα (φρέσκο)1 сгущнное молоко συμπυκνωμένο γάλα ή γάλα του κουτιού•
кислое молоко το γιαούρτι•
сухое молоко η γαλατόσκονη•
снятое молоко αποβουτυρωμένο γάλα•
кофе с -ом γάλα με καφέ.
2. γαλατόχορτο, γαλατσόχορτο, γαλατσίδα.3. διάλυμα γαλακτώδες•известковое молоко το γάλα ασβέστης.
εκφρ.обжёгшись на молоко, будешь дуть и на воду – παρμ. • κάηκε η γριά στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι. -
3 молоко
молок||ое τό γάλα:цельное \молоко τό ἀγνό γάλα· кислое \молоко τόξυνόγαλα, τό γιαούρτι· парное \молоко τό ἄβραστο γάλα· топленое \молоко τό βρασμένο γάλα· снятое \молоко τό ἀποβου-τορωμένο γάλα· рисовая каша на \молокое τό ριζόγαλο· \молоко свернулось τό γάλα ἔκοψε· ◊ кровь с \молокоом ροδοκόκκινος· у него \молоко на губах не обсохло τό στόμα του ἀκό-μα μυρίζει γάλα· обжегшись на \молокоέ, будешь дуть и на воду посл. е-, ὀποιος καεί στό χυλό φυσάει καί τό γιαοῦρτι. -
4 молоко
молоко с το γάλα· сырое (кипячёное) \молоко το άβραστο ( βρασμένο) γάλα' сгущённое \молоко το συμπυκνωμένο γάλα* * *сτο γάλαсыро́е (кипячёное) молоко́ — το άβραστο (βρασμένο) γάλα
сгущённое молоко́ — το συμπυκνωμένο γάλα
-
5 молочный
1. (дающий молоко) γαλα-κτοφόρ/ος 2. (производящий молоко) γαλακτοπαραγωγικός, γαλακτογό-νος 3. (животные, питающиеся только молоком) του γάλακτος 4. (приготовленный из молока, на молоке, с молоком) γαλακτερός, γαλακτώδης,από γάλα, (содержащий молоко) γαλα-κτούχος, γαλα(κ)τερός- ые продукты ταγαλακτερά, τα προϊόντα γαλακτοκομίας5. хим. γαλακτικ/ός 6.(магазин) το γαλακτοπωλείο, το γαλατάδικο 7. -ые мн. (зубы) τα πρώτα δόντιατου βρέφους, οι γαλαξίες, οι νεογιλοί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > молочный
-
6 удбцй
удбцйм (количество молока) τό ἀρμε-γόμενο γάλα, τό ἀμελγμένο γάλα:суточный \удбцй ἡ ἀπόδοση γάλακτος κατά είκοσι-τετράωρο[ν]· ◊ молоко утреннего \удбцйя γάλα ἀπό τό πρωϊνό ἄρμεγμα -
7 кофе
кофе м о καφές· \кофе в зёрнах о ανάλεστος καφές· молотый \кофе о αλεσμένος καφές* \кофе с молоком (со сливками) о καφές με γάλα ( με κρέμα)· крепкий \кофе о βαρύς καφές* * *мο καφέςко́фе в зёрнах — ο ανάλεστος καφές
мо́лотый ко́фе — ο αλεσμένος καφές
ко́фе с молоко́м (со сли́вками) — ο καφές με γάλα (με κρέμα)
кре́пкий ко́фе — ο βαρύς καφές
-
8 с
с (со ) 1) (при указании на содержимое) με; суп с рисом η σούπα με ρύζι; кофе с молоком о καφές με γάλα 2) в знач. союза "и" μαζί вы с нами пойдёте? θα ρθείτε μαζί μας, 3) (при указании срока, времени) από; с завтрашнего дня από αύριο; с месяц (тому назад ) εδώ και (или περίπου) ένα μήνα ◇ убрать со стола ξεστρώνω (или σηκώνω) το τραπέζι; с разрешения... με την άδεια...* * *= со1) ( при указании на содержимое) μεсуп с ри́сом — η σούπα με ρύζι
ко́фе с молоко́м — ο καφές με γάλα
2) в знач. союза и μαζίвы с ни́ми пойдёте? — θα ρθείτε μαζί μας
3) (при указании срока, времени) απόс за́втрашнего дня — από αύριο
с ме́сяц (тому́ наза́д) — εδώ και ( или περίπου) ένα μήνα
••убра́ть со стола́ — ξεστρώνω ( или σηκώνω) το τραπέζι
с разреше́ния... — με την άδεια…
-
9 свежий
свежий 1) φρέσκος; \свежийая рыба το φρέσκο ψάρι; \свежийее молоко το φρέσκο γάλα 2) (ο погоде) δροσερός; \свежий воздух ο καθαρός αέρας* * *1) φρέσκοςсве́жая ры́ба — το φρέσκο ψάρι
све́жее молоко́ — το φρέσκο γάλα
2) ( о погоде) δροσερόςсве́жий во́здух — ο καθαρός αέρας
-
10 молоки
молокимн. τό γάλα ψαριού, ἡ γαλα-τσίδα. -
11 молочный
моло́чн||ыйприл γαλακτερός, γαλακτικός /γαλακτοειδής (похожий на молоко):\молочныйые продукты τά γαλα(κ)τερά· \молочный магазин τό γαλατάδικο, τό γαλακτοπωλεῖο[ν]· \молочныйая ферма τό γαλακτοπαραγωγικό ἀγρόκτημα· \молочныйое хозяйство τό γαλακτοκο-(εῖο· \молочныйая корова ἡ γαλατερή (или γα-ἱακτοφόρος) ἀγελάδα· \молочный поросенок γουρουνόπουλο τοῦ γάλακτος· \молочныйая диета ἡ ΐαλακτοδίαιτα, ἡ γαλακτοτροφία· \молочный кисель τό κισέλι μέ γάλα· \молочныйого цве́та. γαλακτόχρους· \молочныйые железы анат. οἱ γαλακτογόνοι ἀδένες· ◊ \молочныйая кислота хим. τό γαλακτικό ὀξύ· \молочныйые зу́бы τά πρῶτα δόντια τοῦ βρέφους· \молочный брат ὁ ὁμογάλακτος ἀδελφός· обещать \молочныйые реки и кисельные берега́ ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια. -
12 парной
пари||ойприл φρέσκος:\парнойое молоко́ τό φρεσκοαρμεγμένο γάλα, τό νωπό γάλα \парнойое мясо τό φρέσκο κρέας. -
13 сгущенный
сгущ||енныйприч. и прил συμπεπυκνωμένος:\сгущенныйенное молоко́ τό συμπεπυκνωμένο γάλα, τό γάλα τοῦ κουτιοῦ. -
14 доить
дою, доишь κ. доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доенный, βρ: доен, -а, -о, ρ.δ.1. μ. αρμέγω, αμέλγω•доить корову αρμέγω τη γελάδα.
2. (απλ.) φέρνω, δίνω γάλα.1. φέρνω, δίνω γάλα.2. αρμέγομαι. -
15 жирномолочный
επ.που δίνει λιπαρό γάλα•, жирномолочный скот ζώα που δίνουν λιπαρό γάλα. -
16 кипятить
-ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кипячённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.δ. μ. βράζω•кипятить воду, молоко βράζω νερό, γάλα•
кипятить бель βράζω τα ρούχα.
1. βράζω•молоко -ится το γάλα βράζει•
бельё -ится τα ρούχα βράζουν, ζεματίζονται.
2. μτφ. εξάπτομαι, ανάβω. -
17 надоить
-дою, -доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надоенный, βρ: -бен, -а, -оρ.σ.μ. αρμέγω•надоить ведро молока αρμέγω ένα κουβά γάλα•
надоить молока αρμέγω γάλα.
-
18 разлить
разолью, разольшь, παρλθ. χρ. -лил, -ла, -ло, προστκ. разлей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлитый, βρ: -лит, -а, -оρ.σ.μ.1. χύνω•разлить вино на скатерть χύνω κρασίστο τραπεζομάντηλο•
разлить молоко χύνω το γάλα.
2. (εκ)κενώνω, ρίχνω, βάζω•он -ил всем суп αυτός έβαλε σε όλους σούπα•
разлить вино в стаканы ρίχνω κρασί στα ποτήρια.
3. μτφ. διαχέω, ξαπλώνω, σκορπώ•солнце -ло свой лучи ο ήλιος σκόρπισε τις ακτίνες του•
цветы разлитьли благоухание τα λουλούδια σκόρπισαν ευωδιά.
1. χύνομαι•молоко -лось το γάλα χύθηκε.
2. ρίχνομαι, εκκενώνομαι, αδειάζω.3. πλημμυρίζω• ξεχειλίζω•речки -лись τα ποταμάκια πλημμύρισαν.
4. μτφ. διαχέομαι, ξαπλώνομαι, διαδίδομαι• σκορπίζομαι. -
19 сквасить
-ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сквашенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.αφήνω να ξυνίσει•сквасить молоко αφήνω το γάλα να ξυνίσει.
ξυνιζω, γίνομαι ξυνος•молоко -лось το γάλα ξύνισε.
-
20 галалит
(белковый пластик) о γαλά-λιθοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > галалит
См. также в других словарях:
γάλα — lac neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γάλα — το, ατος 1. υπόλευκο θρεπτικό υγρό που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας ή των θηλαστικών ζώων: Μητρικό γάλα.–Πρόβειο γάλα.– Αγελαδινό γάλα. 2. κάθε υγρό που μοιάζει με γάλα: Γάλα καρύδας. 3. φρ., «Και του πουλιού το γάλα», το πιο σπάνιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὀρνίθων γάλα. — ὀρνίθων γάλα. См. В Москве только нет птичьего молока … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Άγιο Γάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 169 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμανής του νομού Χίου. To όνομά του το οφείλει στην παλαιά εκκλησία Αγιογαλούσαινα, που βρίσκεται στο κοίλωμα του… … Dictionary of Greek
ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… … Dictionary of Greek
εβαπορέ — (γάλα) γάλα αποστειρωμένο με τη διέλευση κατά την επεξεργασία του από ατμό υπό πίεση … Dictionary of Greek
γαλανείας — γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλάνα — γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc/acc dual (doric) γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλάνας — γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλ' — γάλα , γάλα lac neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)