Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καφές

  • 1 καφές

    [кафэс] ουσ. а. кофе.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καφές

  • 2 кофе

    кофе м о καφές· \кофе в зёрнах о ανάλεστος καφές· молотый \кофе о αλεσμένος καφές* \кофе с молоком (со сливками) о καφές με γάλα ( με κρέμα)· крепкий \кофе о βαρύς καφές
    * * *
    м
    ο καφές

    ко́фе в зёрнах — ο ανάλεστος καφές

    мо́лотый ко́фе — ο αλεσμένος καφές

    ко́фе с молоко́м (со сли́вками) — ο καφές με γάλα (με κρέμα)

    кре́пкий ко́фе — ο βαρύς καφές

    Русско-греческий словарь > кофе

  • 3 кофе

    α. άκλ.
    1. η καφέα.
    2. ο καφές•

    жареный кофе ψημένος καφές•

    молоть кофе στουμπίζω, τρίβω καφέ•

    ячменный кофе κριθαρένιος καφές•

    кофе в зёрнах ανάλεστος καφές•

    варить кофе φτιάχνω καφέ•

    пить кофе πίνω καφέ•

    утренний кофе πρωινός καφές•

    кофе с молоком γάλα με καφέ•

    кофе со сливкой καφές με κρέμα•

    любитель кофе καφεπότης.

    Большой русско-греческий словарь > кофе

  • 4 кофе

    кофе
    м нескл. ὁ καφές:
    \кофе в зернах ἀνάλεστος καφές· молотый \кофе ὁ ἀλεσμένος καφές· \кофе со сливками καφές μέ κρέμα· любитель \кофе ὁ καφεπότης.

    Русско-новогреческий словарь > кофе

  • 5 жидкий

    жидкий 1) υγρός ρευστός (текучий) \жидкийое топливо η υγρή καύσιμη ύλη 2) (водя нистый) νερουλός \жидкий кофе о ελαφρύς καφές
    * * *
    1) υγρός; ρευστός ( текучий)

    жи́дкое то́пливо — η υγρή καύσιμη ύλη

    2) ( водянистый) νερουλός

    жи́дкий ко́фе — ο ελαφρύς καφές

    Русско-греческий словарь > жидкий

  • 6 с

    с (со ) 1) (при указании на содержимое) με; суп с рисом η σούπα με ρύζι; кофе с молоком о καφές με γάλα 2) в знач. союза "и" μαζί вы с нами пойдёте? θα ρθείτε μαζί μας, 3) (при указании срока, времени) από; с завтрашнего дня από αύριο; с месяц (тому назад ) εδώ και (или περίπου) ένα μήνα ◇ убрать со стола ξεστρώνω (или σηκώνω) το τραπέζι; с разрешения... με την άδεια...
    * * *
    = со

    суп с ри́сом — η σούπα με ρύζι

    ко́фе с молоко́м — ο καφές με γάλα

    2) в знач. союза и μαζί

    вы с ни́ми пойдёте? — θα ρθείτε μαζί μας

    3) (при указании срока, времени) από

    с за́втрашнего дня — από αύριο

    с ме́сяц (тому́ наза́д) — εδώ και ( или περίπου) ένα μήνα

    ••

    убра́ть со стола́ — ξεστρώνω ( или σηκώνω) το τραπέζι

    с разреше́ния... — με την άδεια…

    Русско-греческий словарь > с

  • 7 кофе

    1. (кофейное дерево) η καφέα, το καφεόδενδρο 2. (зёрна, напиток) о καφές (ξεν.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кофе

  • 8 крепкий

    1. (сильный, твёрдый) σκληρός, γερός, δυνατός
    - ветер ο σφοδρός αέρας 2 (насыщенный) συμπυκνωμένος, πηχτός
    βαρύς: - кофе ο βαρύς καφές.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепкий

  • 9 жареный

    жар||еный
    прил ψημένος, ψητός, κα-βουρδισμένος / τηγανητός (на сковороде):
    \жареныйеное мясо τό ψητό· \жареный картофель ὁ£ ψητίς, οἱ τηγανητές πατάτες· \жареный ко́фе ὁ καβουρδιστός καφές.

    Русско-новогреческий словарь > жареный

  • 10 желудевый

    желудевый
    прил βαλάνινος:
    \желудевый кофе καφές ἀπό βαλανίδια.

    Русско-новогреческий словарь > желудевый

  • 11 жженый

    жжен||ый
    прил καμένος, κεκαυμένος, ψημένος:
    \жженый сахар ἡ καμένη ζάχαρη· \жженый кофе ὁ καβουρδισμένος καφές· \жженыйая известь ὁ σβυσμένος ἀσβεστης.

    Русско-новогреческий словарь > жженый

  • 12 крепкий

    креп||кий
    прил
    1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:
    \крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ
    2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:
    \крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·
    3. (насыщенный) δυνατός:
    \крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > крепкий

  • 13 сливки

    сли́вк||и
    мн. τό ἀνθόγαλα, τό ἀφρόγαλα, ἡ ἀφρόκρεμα, τό καϊμάκι:
    кофе со \сливкиами καφές μέ καϊμάκι· снимать \сливки прям., перен ἀφαιρω τό ἀνθόγαλα, ἀφαιρώ τό καϊμάκι· ◊ \сливки общества ἡ ἀφρόκρεμα τής κοινωνίας.

    Русско-новогреческий словарь > сливки

  • 14 черный

    черн||ый
    прил β разн. знач. μαύρος, μέλας:
    \черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο.

    Русско-новогреческий словарь > черный

  • 15 кофе

    [κόφε] ουσ. ο. καφές

    Русско-греческий новый словарь > кофе

  • 16 кофе

    [κόφε] ουσ ο καφές

    Русско-эллинский словарь > кофе

  • 17 жжёный

    επ.
    καμένος, ψημένος•

    -ое кофе ψημένος καφές•

    -ая пробка καμένη (ηλεκτρική) ασφάλεια•

    -ая известь σβησμένη ασβέστη.

    Большой русско-греческий словарь > жжёный

  • 18 зелье

    -я, γεν. πλθ. -лий, δοτ. -льям.
    1. χόρτο δηλητηριώδες.
    2. παλ. βότανο, φίλτρο•

    любовное зелье φάρμακο της αγάπης (φίλτρο).

    απλ. καφές, τσάι, καπνός κ.τ.τ.
    βότκα ή κρασί από ψωμί.
    3. παλ. άνθρωπος κακεντρεχής.
    4. παλ. μπαρούτη.

    Большой русско-греческий словарь > зелье

  • 19 зерно

    -а, πλθ. зёрна, зёрн, -рна
    ουδ.
    1. κόκκος, σπόρος φυτών, σπέρμα, σπυρί•

    горчичное зерно σινάπι, σιναπόσπορος•

    конопляное зерно κανναβόσπορος•

    крупные, мелкие -а μεγάλοι, μικροί κόκκοι•

    кофе в -ах καφές άτριφτος•

    хлеба ни -а ούτε σπυρί σιτάρι.

    2. αθρσ. γέννημα, τα δημητριακά•

    хлеб в - σιτάρι σε κόκκους ή σπυρί-σιτάρι•

    семенное зерно σπόρος σιτοειδής.

    3. μόριο, τρίμμα•

    жемчужные –а κόκκοι μαργαριταριού.

    || μτφ. ελάχιστη δόση, μόριο, σπυρί•

    ни -а морали нет ούτε κόκκος ήθους δεν υπάρχει.

    4. μτφ. βασική αρχή (αφετηρία), πυρήνας•

    зерно теории πυρήνας της θεωρίας•

    рациональное зерно λογικός πυρήνας•

    поэтическое зерно ποιητικός πυρήνας.

    Большой русско-греческий словарь > зерно

  • 20 кофей

    κ. кофий
    -я (-ю) απλ. καφές (ποτό).

    Большой русско-греческий словарь > кофей

См. также в других словарях:

  • καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… …   Dictionary of Greek

  • καφές — ο (λ. τουρκ. ή γαλλ.), ο καρπός του καφεόδεντρου και το αφέψημα που φτιάχνεται απ αυτόν: Θέλεις τσάι ή καφέ; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Turkish coffee — A cup of Turkish coffee. Turkish coffee (also Arabic coffee, Armenian coffee, Greek coffee, and more) is a method of preparing coffee where finely powdered roast coffee beans are boiled in a pot (cezve), with sugar according to taste, before… …   Wikipedia

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»