Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βέλος

  • 1 стрела

    1. (для метания из лука или сходная по форме) το βέλος 2. (грузоподъёмной или землеройной машины) το τόξο
    грузовая - мор. о φορτωτήρας, η μπίγα φορτίου (ξεν.)
    - тяжеловес ο βαρύς φορτωτής, η μαγγιόρα μπίγα
    3. мех. το βέλος 4. астр. το Βέλος(αστερισμός).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стрела

  • 2 стрела

    -ы, πλθ. стрелы θ.
    1. βέλος•

    колчак с стрелами φέρετρα με βέλη.

    || μτφ. δηκτικός λόγος.
    2. (τεχ.) βέλος• δείχτης.
    3. επίρ. -ой α) σαν βέλος (ταχύτατα), β) κατευθεία.

    Большой русско-греческий словарь > стрела

  • 3 стрела

    стрела ж το βέλος
    * * *
    ж
    το βέλος

    Русско-греческий словарь > стрела

  • 4 стрела

    стрел||а
    ж
    1. τό βέλος, ἡ σαΐτα:
    пустить \стрелау́ ἐκτοξεύω βέλος, σαϊτεύω· промчаться \стрелао́й πετώ σάν ἀστραπή·
    2. тех.:
    подъемная \стрела, грузовая \стрела τό τόξο τοῦ γερανού, τό τόξο τοδ βαρούλκου.

    Русско-новогреческий словарь > стрела

  • 5 стреловидность крыла (самолёта)

    το βέλος της πτέρυγας (του αεροσκάφους)
    с отрицательной - ью - см. с обратной - ью -
    с положительной - ью см. с прямой - ью -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стреловидность крыла (самолёта)

  • 6 пускать

    пускать
    несов
    1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:
    \пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·
    2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·
    3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:
    \пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·
    4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:
    \пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться
    1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:
    \пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·
    2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:
    \пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > пускать

  • 7 стрела

    [στριλά] ουσ. θ. βέλος

    Русско-греческий новый словарь > стрела

  • 8 стрела

    [στριλά] ουσ θ βέλος

    Русско-эллинский словарь > стрела

  • 9 вылететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. πετώ έξω•

    птица -ла из гнезда το πουλί πέταξε από τη φωλιά.

    || φεύγω πετώντας, αφίπταμαι. || πετάγομαι, πετιέμαι•

    пробка -ла с выстрелом το βούλωμα εκπυρσοκρότησε.

    || βγαίνω έξω γρήγορα•

    в испуге он -ел из кабинета καταφοβισμένος πετάχτηκε έξω από το γραφείο•

    машина опрокинулась и я -ел вон το αυτοκίνητο ανατράπηκε κι εγω πετάχτηκα έξω.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω με ταχύτητα.
    3. μτφ. απολύομαι, διώχνομαι, πετιέμαι•

    вылететь из института διώχνομαι από το ινστιτούτο•

    вылететь из службы απολύομαι από την υπηρεσία;

    εκφρ.
    вылететь из головы, из памяти – ξεχνώ, δε θυμάμαι, μου διαφεύγει•
    вылететь в трубу – χρεοκοπώ, φαλίρω•
    вылететь пулей, стрелой – βγαίνω σαν σφαίρα, σαν βέλος, με αστραπιαία ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > вылететь

  • 10 двусмысленность

    θ.
    διφορούμενη έννοια, διφορούμενο νόημα. || αμφιλογία, διφορούμενη λέξη ή έκφραση, κεντιά, πάρθιο βέλος.

    Большой русско-греческий словарь > двусмысленность

  • 11 игла

    -ы, πλθ. иглы, игл θ.
    1. βελόνι, -η•

    швеиная игла βελόνι, ραψίματος•

    машинная игла βελόνι ραπτομηχανής•

    патефонная игла βελόνι γραμμοφώνου•

    хирургическая игла χειρουργού βελόνι•

    вязальная игла βελονάκι πλεξίματος•

    вдеть нитку в -у βελονιάζω την κλωστή•

    ушко -ы η βελονότρυπα.

    2. χο βελονοειδές φύλλο των κωνοφόρων δέντρων. || αγκάθι φυτών και μερικών ζώων•

    -ы ежа αγκάθια του σκαντζόχοιρου.

    3. πυργίσκος, μιναρές, βέλος.
    εκφρ.
    морская иглаβλ. игла-рыба.

    Большой русско-греческий словарь > игла

  • 12 обиняк

    α. παλ.
    νύξη, νυγμός, υπαινιγμός, παραπετριά κεντιά, πάρθιο βέλος• ακροβολισμός.
    εκφρ.
    без -ов – χωρίς υπαινιγμούς κλπ. ουσ., ευθέως, απερίφραστα, χωρίς περιστροφές, νέτα-σκέτα.

    Большой русско-греческий словарь > обиняк

  • 13 перец

    -рца α.
    1. πιπεριά.
    2. πιπέρι•

    чрный перец μαύρο πιπέρι•

    красный перец κόκκινο πιπέρι•

    посипатъ перец ρίχνω πιπέρι, πιπερώνω.

    3. μτφ. δηκτικότητα αρχιλόχειο βέλος• τσουκνίδα.

    Большой русско-греческий словарь > перец

  • 14 стрелка

    θ.
    1. μικρό βέλος.
    2. δείκτης μικρός•

    стрелка компаса ο δείκτης της πυξίδας.

    || δείκτης οδικός.
    3. δείκτης κατεύθυνσης (στοχάρτη κ.τ.τ.).
    4. στέλεχος λουλουδιού. || φύλλο φυτού ξιφοειδές. || φυντανάκι. || στενή λωρίδα γης (σχηματιζόμενη στη συμβολή δυο ποταμών), γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > стрелка

  • 15 тыкать

    тычу, тычешь
    κ. тыкаю
    -аешь,
    επιρ. μτχ. тыча
    κ. тыкая ρ.δ.
    1. μπήγω, χώνω•

    тыкать колья в землю μπήγω πασσάλους στη γη.

    || χτυπώ• σκουντώ•

    тыкать пальцем σκουντώ με •το δάχτυλο.

    || κουνώ το δάχτυλο ή το χέρι, χειρονομώ.
    2. μ. κ. αμ. χτυπώ, δέρνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) δακτυλοδεικτώ.
    4. εισάγω, βάζω μέσα•

    тыкать топор за пояс χώνω το τσεκούρι στο ζωνάρι•

    тыкать ключом в замок βάζω το κλειδί στην κλείδων ιά.

    || στέλλω, κατευθύνω. || μεταδίνω (ρίχνω) όπως-όπως, όπως λάχει.
    εκφρ.
    тыкать (свой) нос – χώνω τη μύτη (μούρη) μου (επεμβαίνω)•
    тыкать юсом кого во что – επίμονα κάνω κάποιον να δει το λάθος του, την πράξη του•
    тыкать в глаза или в нос – χώνω στα μάτια ή στη μύτη (συνεχώς υπενθυμίζω κάτι), μέμφομαι, κατηγορώ.
    1. μπήγομαι, χώνομαι•

    стрела -ется в дерево το βέλος μπήγεται στο δέντρο.

    2. αλληλοχτυπιέμαι με αιχμηρά όργανα.
    3. σκουντώ• χτυπώ με αιχμηρό όργανο.
    4. περιφέρομαι ανήσυχα•

    всюду -ется, а дела не делает παντού χώνεται και τίποτε δεν κάνει.

    5. ανακατεύομαι, επεμβαίνω. || μτφ. απευθύνομαι, καταφεύγω, επικαλούμαι.
    εκφρ.
    тыкать носомβλ. клевать носом (λ. клевать).
    -аю, -аешь κ. тычу, тычешь
    ρ.δ.μ. (απλ.) μιλώ στον ενικό.

    Большой русско-греческий словарь > тыкать

См. также в других словарях:

  • βέλος — missile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • βέλος — το γεν. ους 1. λεπτό και μικρό, επίμηκες ακόντιο που έχει φτερά στο πίσω άκρο και εκσφενδονίζεται από τόξο, η σαΐτα: Τα βέλη της τοξοβολίας είναι ευέλικτα και εύθραυστα. 2. μτφ., ό,τι έχει ταχύτητα και διαπεραστικότητα βέλους: Σε όλη τη διάρκεια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βέλει — βέλος missile neut nom/voc/acc dual (attic epic) βέλεϊ , βέλος missile neut dat sg (epic ionic) βέλος missile neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέλη — βέλος missile neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βέλος missile neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελοῖν — βέλος missile neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελέεσσι — βέλος missile neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελέεσσιν — βέλος missile neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελέοιν — βέλος missile neut gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελέων — βέλος missile neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελῶν — βέλος missile neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»