Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βροντή

  • 1 гром

    гром
    м
    1. ἡ βροντή:
    удар \грома ὁ κεραυνός· \гром гремит βροντά, βροντάει, μπου-μπουνίζει·
    2. перен (сильный шум) ἡ βροντή, ὁ κρότος, τό μπουμπουνητό:
    \гром пу́шек ἡ βροντή τῶν κανονιών \гром аплодисментов θύελλα χειροκροτημάτων ◊ как \громом пораженный κεραυνόπληκτος, ἐμβρόντητος· как \гром среди ясного неба ἀναπάντεχα, ἄνευ προειδοποιήσεως· метать \громы и молнии ἀπειλώ θεούς καί δαίμονες.

    Русско-новогреческий словарь > гром

  • 2 гром

    гром м η βροντή, το μπου μπουνητό \гром гремит βροντά ◇ \гром аплодисментов τα θυελ λώδη χειροκροτήματα
    * * *
    м
    η βροντή, το μπουμπουνητό

    гром греми́т — βροντά

    ••

    гром аплодисме́нтов — τα θυελλώδη χειροκροτήματα

    Русско-греческий словарь > гром

  • 3 гром

    η βροντή, το βροντοκόπημα, το μπουμπουνητό
    - гремит βροντά, μπου-μπουνίζει
    удар - а το βρόντημα, το μπου-μπούνισμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гром

  • 4 грянуть

    гряну||ть
    сов
    1. (зазвучать) βροντώ/ ἀντηχώ (раздаться)/ ἀρχίζω δυνατά (о песне):
    \грянутьл выстрел ἀντήχησε πυροβολισμός· гром \грянутьл βρόντηξε, ἀκούστηκε βροντή· \грянутьло ура ἀκούστηκαν ζητωκραυγές·
    2. перен (разразиться) ἐκρήγνυ-μαι, ξεσπώ:
    \грянутьла война ξέσπασε ὁ πόλεμος.

    Русско-новогреческий словарь > грянуть

  • 5 раскат

    раскат
    м ἡ βροντή, τό μπουμπούνισ-μα, τό μπουμπουνητό:
    \раскат смеха ἔκκρηξη γέλιου.

    Русско-новогреческий словарь > раскат

  • 6 удар

    удар
    м
    1. τό χτύπημα, τό κτύπημα/ ὁ κτύπος (о звуке):
    \удар саблей ἡ σπαθιά· \удар ного́й ἡ κλωτσιά, τό λάκτισμα· \удар хлыстом τό κτύπημα μέ τό μαστίγιο, ἡ καμι-τσικιά· \удар грома ἡ βροντή· \удар колокола ὁ χτύπος τής καμπάνας, ἡ κωδωνοκρου-σία· главный \удар воен. τό κύριο[ν] κτύπημα· \удар в спину перен τό πισώπλατο χτύπημά одним \ударом διά μιᾶς· наносить \удар καταφέρω κτύπημα·
    2. перен (потрясение) τό χτύπημα, τό δυστύχημα:
    \удары судьбы τά χτυπήματα τής μοίρας, οἱ συμφορές·
    3. (кровоизлияние в мозг) ἡ ἀποπληξία· 4.:
    солнечный \удар ἡ ἡλίαση[-ις]·
    5. спорт.:
    штрафной \удар τό φάουλ· ◊ одним \ударом двух зайцев убить погов. μ' ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια· быть в \ударе εἶμαι σέ φόρμα· ставить под \удар ἐκθέτω σέ κίνδυνο.

    Русско-новогреческий словарь > удар

  • 7 гром

    [*][γκρόμ) ουσ. α. βροντή

    Русско-греческий новый словарь > гром

  • 8 раскат

    [*][ρασκάτ") οοσ. α βροντή

    Русско-греческий новый словарь > раскат

  • 9 гром

    [*][γκρόμ) ουσ α βροντή

    Русско-эллинский словарь > гром

  • 10 раскат

    [*][ρασκάτ") ουσ α βροντή

    Русско-эллинский словарь > раскат

  • 11 гром

    α., γεν. πλθ. -ов
    βροντή, μπουμπουνητό• κεραυνός. || θόρυβος, πάταγος•

    аплодисментов θύελλα χειρικροτημάτων.

    εκφρ.
    (как) гром среди ясного неба – τελείως απροσδόκητα•
    как -ом пораженный, ошеломленныйκ.τ.τ. εμβρόντητος•
    метать -ы и молнии – εκτοξεύω (εξακοντίζω) μύδρους• απειλώ θεούς και δαίμονες•
    пока гром не грянет – οσο ακόμα είναι νωρίς, πριν ξεσπάσει η μπόρα.

    Большой русско-греческий словарь > гром

  • 12 громоподобный

    επ., βρ: -бен, -бна, -бно
    βροντερός, σαν τη βροντή.

    Большой русско-греческий словарь > громоподобный

  • 13 оглушить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оглушенный, βρ: -шен, щена, -щено ρ.σ.μ.
    1. ξεκουφαίνω•

    гром -ил меня η βροντή με ξεκούφανε.

    2. κατραπακιάζω, κατακεφαλιάζω. || σαστίζω, συνταράσσω, συγκλονίζω.

    Большой русско-греческий словарь > оглушить

  • 14 раскат

    α.
    1. κύλιση• εκτύλιξη, ξετύλιγμα•

    раскат ковра ξετύλιγμα του χαλιού.

    || κύλιση•

    раскат брвен κύλιση κορμών δέντρων.

    2. ανάπτυξη ταχύτητας.
    3. επικλινές μέρος κύλισης.
    4. ξέσπασμα• έκρηξη•

    раскат смеха ξέσπασμα γέλιου.

    || βροντή, μπουμπουνητό. || διάδοση, διάχυση (ήχου, φωνής, κελαηδήματος κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > раскат

  • 15 треск

    α.
    1. τρίξιμο, τριγμός•

    треск льда τρίξιμο το πάγου.

    || κρότος•

    треск ружейных выстрелов ο κρότος των πυροβολισμών•

    пулемётный треск ο κρότος των πολυβόλων•

    треск мотора κρότος του κινητήρα•

    треск грома η βροντή, το μπουμπούνισμα•

    треск барабана το τυμπάνισμα•

    треск кузнечника τριζόνισμα.

    2. μτφ. θόρυβος, φασαρία• πάταγος.
    3. μτφ. μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη• μαγαλαυχία.
    εκφρ.
    с -ом провалиться – αποτυχαίνω παταγωδώς•
    с -ом выгнать – διώχνω κακήν-κακώς.

    Большой русско-греческий словарь > треск

См. также в других словарях:

  • βροντή — thunder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • βροντῇ — βροντάω thunder pres subj mp 2nd sg (doric) βροντάω thunder pres ind mp 2nd sg (doric) βροντάω thunder pres subj act 3rd sg (doric) βροντάω thunder pres ind act 3rd sg (doric) βροντάω thunder pres subj mp 2nd sg (epic ionic) βροντάω thunder pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντή — η 1. ο κρότος που συνοδεύει την αστραπή, το μπουμπουνητό: Η ανοιξιάτικη βροχή συνοδευόταν από βροντές και αστραπές. 2. ισχυρός κρότος, πάταγος: Πολλές φορές ακούγονται βροντές τη νύχτα από το σπίτι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντῆι — βροντῇ , βροντάω thunder pres subj mp 2nd sg (doric) βροντῇ , βροντάω thunder pres ind mp 2nd sg (doric) βροντῇ , βροντάω thunder pres subj act 3rd sg (doric) βροντῇ , βροντάω thunder pres ind act 3rd sg (doric) βροντῇ , βροντάω thunder pres subj …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντίζω — [βροντή] κάνω θόρυβο σαν της βροντής …   Dictionary of Greek

  • βρονταῖς — βροντή thunder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρονταῖσι — βροντή thunder fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρονταῖσιν — βροντή thunder fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρονταί — βροντή thunder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντήν — βροντή thunder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»