Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βοσκή

  • 1 βοσκή

    [воски] ουσ. в. пастбище, выгон, корм, пища (животных),

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βοσκή

  • 2 допасти

    -пасу, -пасшь, παρλθ. χρ. допас, -ла, -ло
    ρ.σ.μ.
    αποβοσκώ, περνώ όλη τη μέρα στη βοσκή• τρώγω τη βοσκή ως• παύω να βοσκώ.

    Большой русско-греческий словарь > допасти

  • 3 нагул

    α.
    1. βοσκή για σφαχτάρια κερασφόρα.
    2. γέρεμα ζώων από τη βοσκή.

    Большой русско-греческий словарь > нагул

  • 4 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 5 угнать

    ρ.σ.
    1. μ. (για ζώα) οδηγώ, βγάζω, πηγαίνω (στη βοσκή, τσομπάνο κ.τ.τ.).
    μεταφέρω εσπευσμένα. || διώχνω, απομακρύνω•

    ветер -ал облака ό άνεμος έδιωξε τα σύννεφα.

    || κλέβω, παίρνω• αρπάζω•

    у соседа -ли козу и пять кур του γείτονα του έκλεψαν τη γίδα και πέντε..κότες.

    || στέλλω παρά τη θέληση του•

    их -ли на дальние работы τους έστειλαν μακριά να δουλέψουν.

    2. φεύγω ολοταχώς, καληάζϋ).
    1. παρακολουθώ από κοντά, κατά πόδι.
    2. μτφ. εξισώνομαι.
    3. (διαλκ.) φεύγω• πηγαίνω•

    пастух -лся со скотиной ο βοσκός έφυγε με τα ζώα στη βοσκή.

    Большой русско-греческий словарь > угнать

  • 6 выгон

    (пастбище) η βοσκή
    το βοσκοτόπι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгон

  • 7 пастбищеоборот

    η περιτροφική βόσκη-ση/θέρισμα των λιβαδιών.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пастбищеоборот

  • 8 тебенёвка

    с.-х. η βοσκή (σε χιονισμένο βοσκότοπο).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тебенёвка

  • 9 выгон

    выгон
    м (пастбище) ἡ βοσκή, τό βοσκοτόπι.

    Русско-новогреческий словарь > выгон

  • 10 корм

    корм
    м ἡ ζωοτροφή, ἡ φορβή, ἡ νομή:
    подножный \корм ἡ βοσκή, ἡ νομή· задавать \корм скоту́ ταίζω τά ζῶα, δίνω νομή στά ζωα.

    Русско-новогреческий словарь > корм

  • 11 ночное

    ночн||ое
    с ἡ νυκτερινή βοσκή, τό πα-ραβόσκι.

    Русско-новогреческий словарь > ночное

  • 12 пастбище

    пастбище
    с ἡ βοσκή, б βοσκότοπος.

    Русско-новогреческий словарь > пастбище

  • 13 подножный

    подножный
    прил:
    \подножный корм ἡ νομή, ἡ βοσκή.

    Русско-новогреческий словарь > подножный

  • 14 выгон

    [βύγκον] ονσ α. βοσκή

    Русско-греческий новый словарь > выгон

  • 15 выгон

    [βύγκον] ονσ α βοσκή

    Русско-эллинский словарь > выгон

  • 16 выгнать

    -гоню, -гонишь, ρ.σ.μ.
    1. διώχνω, εκδιώκω, βγάζω έξω, ξεκουμπίζω, απολύω, διώχνω από τη δουλειά. || αποβάλλω•

    выгнать из школы αποβάλλω από το σχολείο.

    || σκαρίζω, βγάζω στη βοσκή.
    2. βγάζω πρώιμα (για γεωργικά προϊόντα).
    3. (απλ.) κερδίζω, προσπορίζομαι, βγάζω χρήματα•

    ты сколько -ал? πόσα έβγαλες;

    4. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•

    выгнать спирт из винограда βγάζω οινόπνευμα από σταφύλια ή βγάζω τσίπουρο σταφυλίσιο.

    Большой русско-греческий словарь > выгнать

  • 17 выгон

    α.
    1. το βγάλσιμο στη βοσκή• σκάρισμα, σκάρος.
    2. βοσκότοπος, -όπι, λειβάδι.

    Большой русско-греческий словарь > выгон

  • 18 выпуск

    α.
    1. παραγωγή•

    выпуск продукции παραγωγή προϊόντων, υλικών.

    2. έκδοση, εκτύπωση• δημοσίευση.
    3. παλ. αφαίρεση από κείμενο.
    4. τεύχος.
    5. οι τελειόφοιτοι (συμμαθητές, συμφοιτητές).
    6. το βγάλσιμο των ζώων στη βοσκή• σκάρος.

    Большой русско-греческий словарь > выпуск

  • 19 выпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να βγει, να φύγει•

    я вас не -ущу отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ’ εδώ.

    || βγάζω στη βοσκή, σκαρίζω. || αδειάζω, χύνω, αφήνω να τρέξει•

    выпустить воду из ванны αδειάζω το νερό από το λουτήρα.

    || αφήνω, δεν κρατώ.
    2. ελευθερώνω, απολύω, αμολάω.
    3. βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα).
    4. παράγω•

    выпустить продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω από το πλάνο.

    || εκδίδω, τυπώνω• δημοσιεύω. || βγάζω σε κυκλοφορία.
    5. αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω (από βιβλίο, έργο).
    6. βγάζω έξω•

    выпустить когти βγάζω έξω τα νύχια.

    || μεγαλώνω, μακραίνω•

    выпустить рукава μακραίνω τα μανίκια.

    εκφρ.
    выпустить снаряд, пулю – πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα•
    выпустить в свет – βγάζω, εκδίδω έργο•
    выпустить из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выпустить из рук – μου ξεφεύγει η ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > выпустить

  • 20 гнать

    гоню, гонишь, παρλθ. χρ. гнал, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. гонящий, παθ. μτχ. ενεστ. гонимый, βρ: -ним, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. οδηγώ, βγάζω κοπάδι στη βοσκή, σκαρίζω. || στέλλω, κατευθύνω.
    2. παροτρύνω, προτρέπω• βιάζω, επισπεύδω. || οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα (αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) κυνηγώ, καταδιώκω.
    4. διώχνω, απελαύνω.
    5. αποστάζω, βγάζω οινόπνευμα.
    6. (χυδ.) δίνω•

    гони деньги βγάλε λεφτά, κατέβαινε.

    εκφρ.
    гнать в шею ή взашей – (απλ.) πιάνω από το λαιμό (το γιακά) και διώχνω.
    1. κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω κατά πόδι, στο κοντό.
    2. επιδιώκω, επιζητώ•

    гнать за прибылью κυνηγώ το κέρδος•

    гнать за славой κυνηγώ τη δόξα.

    Большой русско-греческий словарь > гнать

См. также в других словарях:

  • βοσκή — fodder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκή — η 1. χόρτο κατάλληλο για βόσκηση ζώων, νομή: Δεν υπάρχει αποθηκευμένη βοσκή για τα ζώα το χειμώνα. 2. βοσκότοπος, λιβάδι: Τα ζώα σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας βρίσκονται στη βοσκή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοσκή — η (AM βοσκή) [βόσκω] 1. χορτάρι, νομή 2. βοσκότοπος, λιβάδι μσν. νεοελλ. 1. κοπάδι 2. βόσκηση …   Dictionary of Greek

  • βοσκῇ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βοσκή fodder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκῃ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βόσκω feed pres subj mp 2nd sg βόσκω feed pres ind mp 2nd sg βόσκω feed pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκαί — βοσκή fodder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκῆς — βοσκή fodder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκέων — βοσκή fodder fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκήν — βοσκή fodder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκῶν — βοσκή fodder fem gen pl βοσκός herdsman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκερός — ή, ό [βοσκή] 1. (για τόπο) κατάλληλος για βοσκή 2. ελεύθερος για βοσκή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»