-
1 βοσκη
-
2 βοσκή
η1) подножный корм; 2) пастбище; 3) см. βόσκηση -
3 βοσκή
[воски] ουσ. в. пастбище, выгон, корм, пища (животных),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βοσκή
-
4 βοσκή
[воски] ουσ θ пастбище, выгон, корм, пища (животных). -
5 βοσκαρέα
η см. βοσκή 2 -
6 βοσκαριά
η см. βοσκή 2 -
7 νυχτερινός
η, ό ночной; вечерний;νυχτερινά μαθήματα — вечерние занятия;
νυχτερινή συνεδρίαση — вечернее заседание;
νυχτερινό κέντρο — ночное заведение (о ночном клубе, ресторане и т. п.);
νυχτερινή πτήση — ночной полёт;
νυχτερινή υπηρεσία — ночное дежурство;
νυχτερινή εργασία — ночная работа;
νυχτερινό ταξίδι — ночное путешествие;
νυχτερινή βοσκή — ночное
См. также в других словарях:
βοσκή — fodder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκή — η 1. χόρτο κατάλληλο για βόσκηση ζώων, νομή: Δεν υπάρχει αποθηκευμένη βοσκή για τα ζώα το χειμώνα. 2. βοσκότοπος, λιβάδι: Τα ζώα σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας βρίσκονται στη βοσκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοσκή — η (AM βοσκή) [βόσκω] 1. χορτάρι, νομή 2. βοσκότοπος, λιβάδι μσν. νεοελλ. 1. κοπάδι 2. βόσκηση … Dictionary of Greek
βοσκῇ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βοσκή fodder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκῃ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βόσκω feed pres subj mp 2nd sg βόσκω feed pres ind mp 2nd sg βόσκω feed pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκαί — βοσκή fodder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκῆς — βοσκή fodder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκέων — βοσκή fodder fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήν — βοσκή fodder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκῶν — βοσκή fodder fem gen pl βοσκός herdsman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκερός — ή, ό [βοσκή] 1. (για τόπο) κατάλληλος για βοσκή 2. ελεύθερος για βοσκή … Dictionary of Greek