-
1 βιδώνω
[вкдоно] ρ. ввинчивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιδώνω
-
2 ввинтить
βιδώνω, κοχλιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ввинтить
-
3 завинчивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завинчивать
-
4 навинчивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навинчивать
-
5 привинтить
βιδώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привинтить
-
6 ввернуть
ввернутьсов, ввертывать несов1. (ввинчивать) βιδώνω, στερεώνω:\ввернуть лампочку βιδώνω (или βάζω) τή λάμπα;2. (слово, замечание):\ввернуть словечко разг λέω τό δικό μου, προσθέτω καί γώ μιά κουβέντα. -
7 вкрутить
-учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.βιδώνω• στρίβω, συστρέφω•вкрутить лампу в патрон βιδώνω τη λάμπα στη βάση (ντούι).
βιδώνομαι• στρίβομαι, συστρέφομαι. -
8 завернуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.
2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•
завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).
3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•завернуть налево στρίβω αριστερά.
4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.
5. βιδώνω•завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.
|| κλείνω, σταματώ, σβήνω•завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•
завернуть газ σβήνω το φωταέριο.
6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•-ли морозы έπεσε παγετός.
1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•-в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•
завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.
2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).
-
9 завинтить
-винчу, -винтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завинченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.βιδώνω, κοχλιώ.βιδώνω, -ομαι. -
10 закрутить
-учу, -утишь ρ.σ.μ.1. στρίβω, συστρέφω• περιστρέφω•закрутить проволоку στρίβω το σύρμα•
закрутить усы στρίβω το μουστάκι•
закрутить сигарету στρίβω το τσιγάρο.
2. περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω3. (απλ.) βιδώνω• κλείνω περιστρέφοντας•закрутить гайку βιδώνω το παξιμάδι•
кран κλείνω την κάνουλα.
4. (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα.5. αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить.1. στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).2. αρχίζω να περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. κ. крутиться. -
11 накрутить
-учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накрученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. τυλίγω, περιστρέφω, μαζεύω•накрутить нитку на катушку μαζεύω την κλωστή στο καρούλι.
|| βιδώνω, στρίβω βιδώνω το παξιμάδι στο μπουλόνι.2. (με σημ. ποσοτική)• φτιάχνω στρίβοντας•накрутить вервок φτιάχνω πολλές τριχές.
3. ντΰνω, φορώ πολλά ρούχα, στολίδια κ.τ.τ.4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω, φτιάχνω. || γράφω ή λέγω πολλά, πολύπλοκα ή μπερδεμένα, μπερδεύω στα λόγια ή στα γραπτά.εκφρ.накрутить хвост кому – μαλώνω γερά, βάζω πόστα, κατσαδιάζω.1. τυλίγομαι, περιστρέφομαι, μαζεύομαι. || βιδώνομαι.2. μτφ. φροντίζω, γυρίζω πολύ. -
12 подвинтить
-нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвинченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. βιδώνω, κοχλιώ. || μτφ. ενθαρρύνω.2. υποκοχλιωνω, βιδώνω από τα κάτω. -
13 ввёртывать
(ввинчивать) βιδώνω, κοχλιώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ввёртывать
-
14 винт
1. (стержень со спиральной нарезкой) о κοχλίαςη βίδαзавинчивать - κοχλιώνω, βιδώνωбарашковый - πτε-ρυγωτός -, разг. η πεταλούδα2. (ав., мор.) о έλικαςразг. η προπέλλαгребной - (судна) - см. гребной винт несущий - το κύριο στροφείοтолкающий - προώθησης, ωστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > винт
-
15 гайка
το περικόχλιο, разг. το παξιμάδιзавернуть - у αρμόζω/στρέφω/βιδώνω το -нарезать резьбу у - и κόβω/κατασκευάζω σπείρωμα στο -барашковая - πτερυγιοφόρο -, разг. η πεταλούδαкрыльчатая - см. барашковая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гайка
-
16 завёртывать
1. (упаковывать) τυλίγω 2. (плотно завинчивать) βιδώνω, σφίγγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завёртывать
-
17 крышка
το πώμα, το κάλυμμα, разг. το καπάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крышка
-
18 ввинтить
ввинтитьсов, ввинчивать несов βιδώνω, κοχλιῶ. -
19 винтить
винти́тьнесов βιδώνω, κοχλιῶ. -
20 завертывать
завертыватьнесов1. (в бумагу и т. п.) τυλίζω, διπλώνω, ἀμπαλλάρω·2. (винт, гайку и т. п.) βιδώνω, σφίγγω:\завертывать кран κλείω τή βρύση.
См. также в других словарях:
βιδώνω — βιδώνω, βίδωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βιδώνω — [βίδα] 1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την 2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» ακίνητος β) «έτσι μου τη βίδωσε» πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση … Dictionary of Greek
βιδώνω — ωσα, ώθηκα, βιδωμένος 1. περιστρέφοντας μπήγω τη βίδα, για να στερεώσω, να ενώσω, να συναρμολογήσω: Στο παιδικό δωμάτιο, τα έπιπλα είναι βιδωμένα στον τοίχο. 2. μτφ., εμποδίζω, εξουδετερώνω: Βιδώθηκε από τον αντίπαλό του και δεν μπόρεσε να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβίδωτος — η, ο [βιδώνω] αυτός που δεν έχει βιδωθεί … Dictionary of Greek
βίδωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βιδώνω … Dictionary of Greek
κοχλιώνω — [κοχλίας] βιδώνω … Dictionary of Greek
ξεβιδώνω — 1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω 2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση 3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τόν ξεβίδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιδώνω] … Dictionary of Greek
κοχλιώνω — κοχλίωσα, κοχλιώθηκα, κοχλιωμένος, βιδώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)