Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βιδώνω

  • 41 перевертеть

    -верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переверченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. (απλ.).
    1. ξαναστρίβω, ξαναβι δώνω• βιδώνω σ άλλο μέρος.
    2. φθείρω, χαλνώ από το πολύ (συχνό) βίδωμα.
    3. περιφέρω, κρατώ στα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > перевертеть

  • 42 перевинтить

    -нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевинченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. ξαναβιδώνω ή βιδώνω σε άλλο μέρος. || χαλνώ, φθείρω από το πολύ βίδωμα.
    χαλνώ, φθείρομαι, από το πολύ βίδωμα.

    Большой русско-греческий словарь > перевинтить

  • 43 повинтить

    -нчу, -нтишь
    ρ.σ.μ. στρέφω, στρίβω, γυρίζω λίγο•

    повинтить гайку βιδώνω λίγο το παξιμάδι.

    -нчу, -нтишь
    ρ.σ. (χαρτπ.) παίτ-ζω βιδωτό.

    Большой русско-греческий словарь > повинтить

  • 44 подвернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αναδιπλώνω, αναστρέφω, αναγυρίζω. || τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω. || περιστρέφω, περιτυλίγω, περιβάλλω, ντύνω, φορώ.
    2. λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω. || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω.
    3. βιδώνω, κοχλιώνω, στρίβω λίγο. || ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω χαμηλώνω (για λάμπα, φανάρι, φως κλπ.).,
    4. δίνω, βάζω, χώνω, πασσάρω.
    5. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, στρέφω•

    -ни к нему γύρνα προς αυτόν.

    1. αναδιπλώνομαι, αναστρέφομαι.
    2. στρέφομαι, στρίβομαι, γυρίζω. || εξαρθρώνομαι. στραμπουλίζομαι.
    3. βιδώνομαι, κοχλιώνομαι λίγο.
    4. μου λαχαίνει, μου τυχαίνει, βλέπω τυχαία. || υποπίπτω, βρίσκομαι τυχαία κάτω απο.
    5. πλησιάζω (με ιδιοτελείς σκοπούς).

    Большой русско-греческий словарь > подвернуть

  • 45 подтянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, σφίγγω πιο γερά, ακόμα. || βιδώνω πιο σφιχτά. || σηκώνω, ανεβάζω, ανυψώνω.
    2. σύρω, σέρνω, τραβώ, φέρω κοντά•

    подтянуть лодку к берегу τραβώ τη βάρκα κοντά στην ακτή.

    3. σύρω, τραβώ αποκάτω•

    сани под навс σύρω το έλκυθρο στο υπόστεγο.

    4. (στρατ.) συγκεντρώνω, συναθροίζω•

    подтянуть полк к переправе συγκεντρώνω το σύνταγμα κοντά στο πορθμείο.

    5. μτφ. προωθώ, βοηθώ• ανεβάζω, καλυτερεύω•

    подтянуть отсталых βοηθώ τους καθυστερημένους•

    подтянуть дисциплину ανεβάζω (καλυτερεύω) την πειθαρχία.

    6. βλ. подпеть.
    7. (απρόσ.) αδυνατίζω, ισχναίνω. || μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, συστέλλομαι (για κοιλιά, πλευρά κ.τ.τ.).
    1. σφίγγομαι πιο γερά.
    2. τεντώνομαι.
    3. (στρατ.) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι πλησίον. || (για σκάφος) πλησιάζω.
    4. μτφ. ανεβαίνω, καλυτερεύω. || εξισώνομαι, φτάνω τους πρωτοπόρους. || μτφ. υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι, επαίρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подтянуть

  • 46 привинтить

    ρ.σ.μ. βιδώνω, στερεώνω με βίδες.
    βιδώνομαι, στρεώνομαι με βίδες.

    Большой русско-греческий словарь > привинтить

  • 47 провинтить

    -нчу, -нтишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провинченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ. βιδώνω, περνώ τη βίδα πέρα-πέρα.
    βιδώνομαι.
    -нчу, -нтишь
    ρ.σ.
    (χαρτπ.) παίζω βιδωτό.

    Большой русско-греческий словарь > провинтить

  • 48 свинтить

    ρ.σ.μ.
    1. βιδώνω.
    2. ζεστρίβω, ξεβιδώνω.
    3. φθείρω, χαλώ (με το συχνό βίδωμα και ξεβ ίδωμα).

    Большой русско-греческий словарь > свинтить

  • 49 упор

    α.
    1. στήριγμα, έρεισμα•

    точка -а σημείο στήριξης•

    завинтить до -а βιδώνω ως το τέλος, ώσπου δεν παίρνει άλλο.

    2. υποστήριγμα. || υπομόχλιο.
    εκφρ.
    в упор – από κοντά, κολλητά, εξ επαφής•
    стрелять в упор – πυροβολώ εξ επαφής•
    в упор сказать – λέγω απερ ίφραστα, νέτα-σκέτα, σταράτα•
    в упор смотреть (глядеть) – κοιτάζω επίμονα ή κατάματα•
    делать упор – ρίχνω το βάρος, δίνω σημασία, προσοχή•στηρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > упор

См. также в других словарях:

  • βιδώνω — βιδώνω, βίδωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιδώνω — [βίδα] 1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την 2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» ακίνητος β) «έτσι μου τη βίδωσε» πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση …   Dictionary of Greek

  • βιδώνω — ωσα, ώθηκα, βιδωμένος 1. περιστρέφοντας μπήγω τη βίδα, για να στερεώσω, να ενώσω, να συναρμολογήσω: Στο παιδικό δωμάτιο, τα έπιπλα είναι βιδωμένα στον τοίχο. 2. μτφ., εμποδίζω, εξουδετερώνω: Βιδώθηκε από τον αντίπαλό του και δεν μπόρεσε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβίδωτος — η, ο [βιδώνω] αυτός που δεν έχει βιδωθεί …   Dictionary of Greek

  • βίδωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βιδώνω …   Dictionary of Greek

  • κοχλιώνω — [κοχλίας] βιδώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεβιδώνω — 1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω 2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση 3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τόν ξεβίδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιδώνω] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιώνω — κοχλίωσα, κοχλιώθηκα, κοχλιωμένος, βιδώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»