-
41 перевертеть
-верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переверченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. (απλ.).1. ξαναστρίβω, ξαναβι δώνω• βιδώνω σ άλλο μέρος.2. φθείρω, χαλνώ από το πολύ (συχνό) βίδωμα.3. περιφέρω, κρατώ στα χέρια. -
42 перевинтить
-нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевинченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. ξαναβιδώνω ή βιδώνω σε άλλο μέρος. || χαλνώ, φθείρω από το πολύ βίδωμα.χαλνώ, φθείρομαι, από το πολύ βίδωμα. -
43 повинтить
-нчу, -нтишьρ.σ.μ. στρέφω, στρίβω, γυρίζω λίγο•повинтить гайку βιδώνω λίγο το παξιμάδι.
-нчу, -нтишьρ.σ. (χαρτπ.) παίτ-ζω βιδωτό. -
44 подвернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подврнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. αναδιπλώνω, αναστρέφω, αναγυρίζω. || τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω. || περιστρέφω, περιτυλίγω, περιβάλλω, ντύνω, φορώ.2. λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω. || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω.3. βιδώνω, κοχλιώνω, στρίβω λίγο. || ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω χαμηλώνω (για λάμπα, φανάρι, φως κλπ.).,4. δίνω, βάζω, χώνω, πασσάρω.5. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, στρέφω•-ни к нему γύρνα προς αυτόν.
1. αναδιπλώνομαι, αναστρέφομαι.2. στρέφομαι, στρίβομαι, γυρίζω. || εξαρθρώνομαι. στραμπουλίζομαι.3. βιδώνομαι, κοχλιώνομαι λίγο.4. μου λαχαίνει, μου τυχαίνει, βλέπω τυχαία. || υποπίπτω, βρίσκομαι τυχαία κάτω απο.5. πλησιάζω (με ιδιοτελείς σκοπούς). -
45 подтянуть
ρ.σ.μ.1. τεντώνω, σφίγγω πιο γερά, ακόμα. || βιδώνω πιο σφιχτά. || σηκώνω, ανεβάζω, ανυψώνω.2. σύρω, σέρνω, τραβώ, φέρω κοντά•подтянуть лодку к берегу τραβώ τη βάρκα κοντά στην ακτή.
3. σύρω, τραβώ αποκάτω•сани под навс σύρω το έλκυθρο στο υπόστεγο.
4. (στρατ.) συγκεντρώνω, συναθροίζω•подтянуть полк к переправе συγκεντρώνω το σύνταγμα κοντά στο πορθμείο.
5. μτφ. προωθώ, βοηθώ• ανεβάζω, καλυτερεύω•подтянуть отсталых βοηθώ τους καθυστερημένους•
подтянуть дисциплину ανεβάζω (καλυτερεύω) την πειθαρχία.
6. βλ. подпеть.7. (απρόσ.) αδυνατίζω, ισχναίνω. || μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, συστέλλομαι (για κοιλιά, πλευρά κ.τ.τ.).1. σφίγγομαι πιο γερά.2. τεντώνομαι.3. (στρατ.) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι πλησίον. || (για σκάφος) πλησιάζω.4. μτφ. ανεβαίνω, καλυτερεύω. || εξισώνομαι, φτάνω τους πρωτοπόρους. || μτφ. υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι, επαίρομαι. -
46 привинтить
-
47 провинтить
-нчу, -нтишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провинченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ. βιδώνω, περνώ τη βίδα πέρα-πέρα.βιδώνομαι.-нчу, -нтишьρ.σ.(χαρτπ.) παίζω βιδωτό. -
48 свинтить
ρ.σ.μ.1. βιδώνω.2. ζεστρίβω, ξεβιδώνω.3. φθείρω, χαλώ (με το συχνό βίδωμα και ξεβ ίδωμα). -
49 упор
-а α.1. στήριγμα, έρεισμα•точка -а σημείο στήριξης•
завинтить до -а βιδώνω ως το τέλος, ώσπου δεν παίρνει άλλο.
2. υποστήριγμα. || υπομόχλιο.εκφρ.в упор – από κοντά, κολλητά, εξ επαφής•стрелять в упор – πυροβολώ εξ επαφής•в упор сказать – λέγω απερ ίφραστα, νέτα-σκέτα, σταράτα•в упор смотреть (глядеть) – κοιτάζω επίμονα ή κατάματα•делать упор – ρίχνω το βάρος, δίνω σημασία, προσοχή•στηρίζομαι.
См. также в других словарях:
βιδώνω — βιδώνω, βίδωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βιδώνω — [βίδα] 1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την 2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» ακίνητος β) «έτσι μου τη βίδωσε» πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση … Dictionary of Greek
βιδώνω — ωσα, ώθηκα, βιδωμένος 1. περιστρέφοντας μπήγω τη βίδα, για να στερεώσω, να ενώσω, να συναρμολογήσω: Στο παιδικό δωμάτιο, τα έπιπλα είναι βιδωμένα στον τοίχο. 2. μτφ., εμποδίζω, εξουδετερώνω: Βιδώθηκε από τον αντίπαλό του και δεν μπόρεσε να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβίδωτος — η, ο [βιδώνω] αυτός που δεν έχει βιδωθεί … Dictionary of Greek
βίδωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βιδώνω … Dictionary of Greek
κοχλιώνω — [κοχλίας] βιδώνω … Dictionary of Greek
ξεβιδώνω — 1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω 2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση 3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τόν ξεβίδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιδώνω] … Dictionary of Greek
κοχλιώνω — κοχλίωσα, κοχλιώθηκα, κοχλιωμένος, βιδώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)