-
1 βεβαιωτικός
βεβαιωτικός, bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. δήπου.
-
2 βεβαιωτικός
βεβαιωτικόςconfirmatory: masc nom sg -
3 βεβαιωτικός
βεβαιωτικός, bestätigend, bekräftigend -
4 βεβαιωτικός
η, ό[ν]1) уверяющий, заверяющий; 2) подтверждающий, удостоверяющий; 3) грам, утвердительный;βεβαιωτικό μόριο — утвердительная частица
-
5 βεβαιωτικός
[вэвэотикос] ас. утвердительный, подтверждающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βεβαιωτικός
-
6 βεβαιωτικός
[вэвэотикос] ас. утвердительный, подтверждающий. -
7 βεβαιωτικός
II -κόν, τό, tax paid to the Government as warrantor of sales, BGU156.9 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βεβαιωτικός
-
8 βεβαιωτικά
βεβαιωτικόςconfirmatory: neut nom /voc /acc plβεβαιωτικά̱, βεβαιωτικόςconfirmatory: fem nom /voc /acc dualβεβαιωτικά̱, βεβαιωτικόςconfirmatory: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 βεβαιωτικόν
βεβαιωτικόςconfirmatory: masc acc sgβεβαιωτικόςconfirmatory: neut nom /voc /acc sg -
10 βεβαιωτικοί
βεβαιωτικόςconfirmatory: masc nom /voc pl -
11 βεβαιωτική
βεβαιωτικόςconfirmatory: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 βεβαιωτικήν
βεβαιωτικόςconfirmatory: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 утвердительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноκαταφατικός•утвердительный ответ καταφατική απάντηση.
(γραμμ. κ. φιλοσ.) βεβαιωτικός•-ое суждение βεβαιωτική κρίση•
утвердительный союз βεβαιωτικός σύνδεσμος•
-ое предложение βεβαιωτική πρόταση•
- ая частица βεβαιωτικά μόριο
-
14 утвердительный
1. (подтверждающий что-л.) βεβαιωτικός 2. (филос, грам.) κατα-φατικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утвердительный
-
15 βεβαιωτικής
-
16 βεβαιωτικῆς
-
17 βεβαιωτικώ
-
18 βεβαιωτικῷ
-
19 βεβαιωτικώς
-
20 βεβαιωτικῶς
См. также в других словарях:
βεβαιωτικός — confirmatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικός — ή, ό (AM βεβαιωτικός, ή, όν) [βεβαιωτής] ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός νεοελλ. γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης … Dictionary of Greek
βεβαιωτικός — ή, ό επίρρ. βεβαιωτικά 1. αυτός που επιβεβαιώνει, επικυρώνει κάτι: Οι πράξεις του είναι βεβαιωτικές των λόγων του. 2. καταφατικός: Βεβαιωτικά μόρια. – Βεβαιωτικά επιρρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεβαιωτικά — βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc pl βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc/acc dual βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικόν — βεβαιωτικός confirmatory masc acc sg βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικοί — βεβαιωτικός confirmatory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικῆς — βεβαιωτικός confirmatory fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτική — βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικήν — βεβαιωτικός confirmatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικῶς — βεβαιωτικός confirmatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικῷ — βεβαιωτικός confirmatory masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)