-
1 βεβαιωτικώς
-
2 βεβαιωτικῶς
-
3 δια-βεβαιωτικῶς
δια-βεβαιωτικῶς, bestätigend, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 208, öfter.
-
4 διαβεβαιωτικως
-
5 διαβεβαιωτικῶς
См. также в других словарях:
βεβαιωτικῶς — βεβαιωτικός confirmatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)