-
1 βαθυς
1) глубокий(τάφρος, ἅλς Hom.; τομή Plut.; πληγή Luc.)
; глубокий, т.е. образующий высокие кучи(ἄμαθος Hom.; τέφραι Plut.)
β. πτῶμα Aesch. — падение с большой высоты2) обнесенный высоким забором(αὐλή Hom.)
3) глубоко вдающийся, образующий глубокую бухту(ἠϊών Hom.)
,4) вытянутый в глубину(φάλαγξ Xen.)
5) плотный, густой(ἀήρ Hom.)
6) густой, обильный(λήϊον Hom.; τρίχες, σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ Xen.; πώγων Luc.)
7) покрытый толстым слоем почвы, т.е. плодородный, тучный(γῆ Eur.; χώρα Plut.)
8) богатый(κλῆρος Pind.; ἄνδρες Xen.)
9) сильный, великий(λαῖλαψ Hom.; κίνδυνος Pind.; τέρψις Soph.)
10) глубокий, крепкий(ὕπνος Luc.)
11) глубокий, т.е. нерушимый(σιγή Luc.; εἰρήνη Anth.)
12) глубокий, т.е. поздний, глухойβαθὺ γῆρας Anth. — глубокая старость13) глубокий, сознательный, серьезный(φρήν Hom., Pind., Aesch.; ἤθεα Her.)
-
2 βαθύς
βαθύς, εῖα, ύ 1. глубокий (ср. батискаф); 2. высокий -
3 βαθύς
(ε)ιά, ύ [εία, ύ ]1) в разн. знач глубокий;βαθειά πληγή — глубокая рана;
βαθύ φθινόπωρο — глубокая осень;
βαθύ γήρας — или βαθιά γεράματα — глубокая старость;
βαθιά μετόπισθεν — глубокий тыл;
βαθύς ύπνος — глубокий сон;
βαθειά σιγή — глубокое молчание;
βαθύ μυστήριο — глубокая тайна;
βαθύ πένθος — глубокий траур;
βαθιά συγκίνηση (λύπη) — глубокое волнение (горе);
βαθ(ε)ιές γνώσεις — глубокие знания;
βαθ(ε)ιά σκέψη — глубокая мысль;
βαθό μυαλό — глубокий ум;
απλώνω βαθιές ρίζες прям., перен. — пускать глубокие корни;
στα βαθιά — на большой глубине;
2) удобный, мягкий (о мебели);3) тёмный (о цвете) -
4 βαθύς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βαθύς
-
5 βαθύς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βαθύς
-
6 βαθύς
глубокий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βαθύς
-
7 βαθύς
-
8 βαθύς
[ватис] επ глубокий, углубленный. -
9 βαθεια
-
10 βαθιστος
-
11 βαθιων
-
12 βαθυτατος
-
13 βαθυτερος
-
14 ερευγομαι
1) изрыгать, издергать(φόνον αἵματος Hom.)
ἐρεύγετο οἰνοβαρείων Hom. — (Киклопа) вырвало, так как он перегрузился вином;ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω Hom. — берега оглашаются шумом (от) извергающегося наружу моря, т.е. от набегающих волн2) извергаться3) (только в aor. 2 ἤρῠγον) взреветь(ἤρυγεν ὡς ὅτε ταῦρος Hom.; βαθὺς ἤρυγε λαιμός Theocr.)
-
15 ισχυρως
1) с силой, сильно(κινεῖν Arst.)
2) очень, весьма, сильно, чрезвычайно(ἥδεσθαι, φοβεῖσθαι, ὀργίζεσθαι Xen.; ἰ. πένης Plut.)
ἔθνος μέγα ἰ. Her. — очень большое племя;ἰ. βαθύς Xen. — весьма глубокий3) строго, сурово(κολάζειν Xen.)
4) тщательно, бдительно(φυλάττειν Xen.)
5) вполне(ὅ ἐλέφας δουλοῦται ἰ. Arst.)
-
16 κολπος
ὅ тж. pl.1) грудь(παῖδα ἐπὴ κόλπον ἔχειν Hom.; δάκρυσι κόλπους τέγγειν Aesch.)
2) женское лоно, чрево, утроба(ἐν κόλποις Λήδας Eur.)
οἱ γυναικεῖοι κόλποι Sext. = ὑστέρα3) анат. складка, пазуха(τῆς κοιλίας Arst.)
4) складки платья (на груди), пазуха(τοῦ χιτῶνος Her.; πεπλώματος Aesch.; κρύπτειν τι κόλποις Pind.; ἐνθέσθαι τι εἰς τὸν κόλπον Plut.)
5) перен. лоно, пучина(θαλάσσης, ἁλός Hom.; αἰθέρος Pind.; Ἐρέβους Arph.)
6) залив, бухта(βαθύς Hom.; Μηλιεύς Aesch.; Ἰνδικός Arst.)
κ. Ῥέας Aesch. — залив Реи, т.е. Ионическое море7) долина, лощина(Νεμέας Pind.)
-
17 λειμων
-
18 βαθιός
-
19 901
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 901
См. также в других словарях:
βαθύς — deep masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
βαθύς, -ιά, -ύ — 1.που έχει βάθος: Τον κατάπιε η βαθιά θάλασσα. 2. βαρύς, ληθαργικός: Έπεσε σε βαθύ ύπνο. 3. μεγάλος, πλήρης: Ξέσπασε βαθιά πολιτική κρίση. 4. προχωρημένος χρονικά: Έζησε ως τα βαθιά γεράματα. 5. σκούρος, σκοτεινός: Βαθύ πράσινο χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθέα — βαθύς deep fem nom/voc sg (epic ionic) βαθύς deep neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαθέᾱ , βαθύς deep fem nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτάτω — βαθύς deep masc/neut nom/voc/acc dual βαθύς deep masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτάτων — βαθύς deep fem gen pl βαθύς deep masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτάτως — βαθύς deep adverbial βαθύς deep masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτέρω — βαθύς deep masc/neut nom/voc/acc dual βαθύς deep masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτέρων — βαθύς deep fem gen pl βαθύς deep masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ — βαθύς deep masc voc sg (ionic) βαθύς deep neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύτατον — βαθύς deep masc acc sg βαθύς deep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)