-
1 αιξ
αἴξ, αιγός ἥ (эп. dat. pl. αἴγεσιν)2) «коза» (род водоплавающей птицы; тж. род метеора) Arst. -
2 αίξ
(γεν. αιγός) η см. αίγα -
3 αἴξ
-
4 αγριος
3 и 21) дикий(αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; ἔλαιον Soph.; τόπος Plat.)
μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτός Aesch. — вино из дикого винограда2) жестокий, свирепый, лютый, злой(ἀνήρ, πτόλεμος Hom.; δρακαίνης φύσις Eur.)
3) неукротимый, необузданный, грубый(θυμός Hom.; ἤθεα Her.; ὀργή Soph.; ἔρωτες Plat.)
4) мучительный, тяжелый(νόσος Soph.; τραύματα Eur.)
5) бурный, ужасный(νύξ Her.; χεῖμα Eur.)
-
5 αιγεσι
эп. dat. pl. к αἴξ -
6 αιγεσιν
эп. dat. pl. к αἴξ -
7 αιγι-
в сложн. словах = αἴξ -
8 αιγο-
в сложн. словах = αἴξ -
9 ευτρεφης
эп. ἐϋτρεφής 21) хорошо откормленный, упитанный(ὄϊες, αἴξ Hom.; σαρκὸς πάχος Eur.)
-
10 ιξαλος
-
11 ιονθας
-
12 κερουχος
-
13 κορυθαιξ
-
14 μιτυλος
-
15 πιων
-
16 πολυαιξ
ϊκος (ᾱῑ) adj. стремительный, бурный, т.е. утомительный, изнурительный(πόλεμος, κάματος Hom.)
-
17 πολυγαλακτος
ион. πουλυγάλακτος 2 -
18 πρωτοτοκος
I.(μήτηρ Hom., Plat.; ὗς Arst.; αἴξ Theocr.)
II.2первородный(υἱός NT.; παῖς Anth.)
π. πάσης κτίσεως NT. — рожденный до всяческого творения
См. также в других словарях:
αἴξ — goat masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄιξ — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
αἰγί — αἴξ goat masc/fem dat sg αἰγίς goatskin fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγῶν — αἴξ goat masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγός — αἴξ goat masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰξί — αἴξ goat masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰξίν — αἴξ goat masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴγεσιν — αἴξ goat masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴγεσσι — αἴξ goat masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)