-
1 αφου
-
2 αφού
-
3 ἀφοῦ
-
4 αφού
αφ' ου σύνδ.1) после того как, когда; прежде, сначала; αφού τελειώσεις τα μαθήματα σου, έλα να πάμε περίπατο когда сделаешь уроки, приходи, мы погуляем; 2) поскольку, раз, так как, потому что;αφού αργήσαμε καλύτερα να μην πάμε — раз мы опоздали, лучше не пойти
-
5 αφού
[афу] σύνδ. еслиΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφού
-
6 αφού
[афу] σύνδ если. -
7 αφού
(...)dikten sonra -
8 αφού
puisque -
9 αφού
ponieważ spój. -
10 αφού
1) poněvadž2) protože -
11 αφού
sinceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αφού
-
12 puisque
αφού -
13 poněvadž
αφού -
14 madem
αφού, εφόσον, οπότε -
15 же
же Iсоюз I. (при противоположении) ἀλλα, δμως:я уезжаю, товарищ же остается ἐγώ ἀναχωρώ, ἀλλα ὁ σύντροφος μένει· если же вы не хотите ἐάν δμως ἐσείς δεν θέλετε·2. (в смысле «ведь») ἀφοῦ, μιά καί:почему вы не пришли, он же приглашал вас γιατί δέν ήρθατε, ἀφοῦ αὐτός σας είχε προσκαλέσει.же IIчастица1. (усилительная) ἐπί τέλους, κιόλας, λοιπόν:когда же вы приедете? πότε ἐπί τέλους θά ἐρθετε;-хорошо же ты ему ответил του ἀπάντησες δμως μιά χαρά· говорите же! μιλάτε λοιπόν!· сегодня же σήμερα· сеи́час же τώρα κιόλας, αὐτή τή στιγμή·2. (означает тождество):тот же ὁ ίδιος· такая же книга ἀκριβώς τό ίδιο βιβλίο· в тот же час τήν ίδια ὠρα· там же ἐκεϊ, στό ίδιο μέρος· здесь же ἐδώ, στό ίδιο μέρος· туда же προς τά ἐκεῖ πάλι· так же ἔτσι (ακριβώς)· тогда же τότε ἀκόμη. -
16 ведь
1. (μόριο επιτακτ.) μά• μήπως, σάμπως• λοιπόν•ведь я не ребенок, чтобы не понимать этого μα εγω δεν είμαι παιδάκι, για να μην το καταλαβαίνω•
ведь это правда? μα αυτό είναι αλήθεια;
(μόριο βεβαιωτικό) αφού, μα•ведь я вам говорил, что он приедет μα εγώ σας το έλεγα ότι αυτός θα έρθει ή δεν σας το ‘λεγα ότι, θα έρθει;
2. (σύνοεσμος υποταχτικός)• αφού, μια και, ενώ•веди нас ведь ты знаешь дорогу οδήγησε μας, μια και ξέρεις το δρόμο.
3. πραγματικά•ведь вы были правы πραγματικά εσείς είχατε δίκιο.
-
17 поскольку
σύνδ.1. αφού, εφόσον, επειδή, μια και•поскольку ты согласен, я не возражаю αφού εσύ συμφωνείς, εγώ δεν έχω καμιά αντίρρηση.
2. απ όσο, καθόσο, στο μέτρο που•поскольку я могу судить об этом καθόσο εγώ μπορώ να κρίνω γι αυτό.
-
18 ἀφίημι
A , etc., [ per.] 3sg. ἀφίησι, also ἀφίει, [dialect] Ion.ἀπίει Hdt.2.96
, [ per.] 1pl. ; imper. : [tense] impf. ἀφίειν, with double augm. ; [ per.] 3sg.ἀφίει Il. 1.25
, IG22.777.15, D.6.20, [dialect] Ion.ἀπίει Hdt.4.157
,ἠφίει Th.2.49
, Pl. Ly. 222b,ἤφιε Ev.Marc.11.16
; [ per.] 2pl.ἀφίετε D.23.188
; [ per.] 3pl. ἀφίεσαν E.Heracl. 821, Th.2.76, D.21.79, etc.,ἠφίεσαν X.HG4.6.11
,ἠφίουν Is. 6.40
(dub.): [tense] fut.ἀφήσω Il.2.263
, etc., [dialect] Ion.ἀπ- Hdt.7.193
: [tense] pf.ἀφεῖκα X.An.2.3.13
, D.56.26: [tense] aor. I ἀφῆκα, [dialect] Ion.ἀπ-, [dialect] Ep.ἀφέηκα, used in ind. only, Il.23.841, etc.: [tense] aor. 2 ind. only in dual and pl., ἀφέτην, ἀφεῖμεν, ἀφεῖτε or ἄφετε, ἀφεῖσαν or ἄφεσαν; imper. ἄφες, subj. ἀφῶ, opt. αφείην ([ per.] 2pl.ἀφεῖτε Th.1.139
), inf. ἀφεῖναι, part. ἀφείς:—[voice] Med., ἀφίεμαι, [dialect] Ion. ἀπίεμαι, Hdt.3.101, Th.2.60, etc.: [tense] impf.[ per.] 3sg.ἀφίετο Od.23.240
, D.25.47: [tense] fut. : [tense] aor. 2ἀφείμην X.Hier.7.11
; imper. ἀφοῦ, ἄφεσθε, S.OT 1521, Ar.Ec. 509; inf.- έσθαι Isoc.6.83
, part. ; Arc.inf.(Tegea, iv B. C.):—[voice] Pass., [tense] pf. , Pl.Lg. 635a; inf. (Milet., iii/ii B. C.): [tense] plpf. [ per.] 2sg. : rarer [tense] pf. [ per.] 3pl.ἀφέωνται Ev.Jo.20.23
, imper.ἀφεώσθω IG5(2).6.14
: [tense] aor. ,ἀφέθην Batr.87
, [dialect] Ion.ἀπείθην Hdt.6.112
; later [dialect] Aeol. inf.ἀφέθην Milet.3
No.152.34 (ii B. C.): [tense] fut.ἀφεθήσομαι Pl.R. 472a
, etc. [[pron. full] ῐ mostly in [dialect] Ep. (except in augm. tenses): [pron. full] ῑ always in [dialect] Att. Hom. also has ἀφῑετε, metri gr., Od.7.126]:—send forth, discharge, of missiles, ἔγχος, δίσκον ἀφῆκεν, Il.10.372, 23.432;ἀφῆκ' ἀργῆτα κεραυνόν 8.133
;ἀπῆκε βέλος Hdt.9.18
, etc.: hence in various senses, ἀ. ἑαυτὸν ἐπί τι throw oneself upon, give oneself up to it, Pl.R. 373d;ἀ. αὑτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Plu.Alc.13
; ἀ. γλῶσσαν let loose one's tongue, make utterance, Hdt.2.15, E.Hipp. 991; ἀ. φθογγήν ib. 418; ;φωνάς D.18.218
;γόους E.El.59
(v. infr. 11.2);ἀρὰς ἀφῆκας παιδί Id.Hipp. 1324
; ἀ. θυμὸν ἔς τινας give vent to.. (v. infr. 11.2), S.Ant. 1088; ὀργὴν εἴς τινα vent upon.., D.22.58; ἀ. δάκρυα shed tears, Aeschin.3.153; ἀ. παντοδαπὰ χρώματα change colour in all ways, Pl.Ly. 222b; freq.of liquids, etc., emit, ἀ. τὸ ὑγρόν, τὸν θολόν, τὸ σπέρμα, etc., Arist.HA 487a18, 524a12, 489a9; ἀ. τὸ ᾠόν, τὸ κύημα, ib. 568b30, a22; of plants, putting forth,Od.
7.126, cf. Thphr.HP7.7.3; of a spider,ἀ. ἀράχνιον Arist.HA 555b5
;ἱδρῶτα Plu.Mar.26
; put forth, produce,καρπόν Thphr.HP3.4.5
; φύλλον ib. 6.5.1 (but ἀ. σπέρμα leave issue, Ev.Marc.12.22):—[voice] Pass., to be emitted, Il.4.77 (tm.); of troops, to be let go, launched against the enemy, Hdt.6.112.3 give up or hand over to,τὴν Ἰωνίην τοῖσι βαρβάροισι Hdt.9.106
;ἐχθροῖς αἶαν A.Th. 306
;ἀ. τινὰ δημόσια εἶναι Th.2.13
:—[voice] Pass.,ἡ Ἀττικὴ ἀπεῖτο ἤδη Hdt.8.49
.II send away,1 of persons,κακῶς ἀφίει Il.1.25
;αὐτὸν δὲ κλαίοντα.. ἀφήσω 2.263
.b let go, loose, set free,ζωόν τινα ἀ. 20.464
; let loose,βοῦς Hdt.4.69
;περιστεράς Alex.62.3
;ἀ. Αἴγιναν αὐτόνομον Th.1.139
; ἀ. ἐλεύθερον, ἀζήμιον, Pl.R. 591a, Lg. 765c;τινὰς ἀφορολογήτους Plb.18.46.5
;ἀφέντ' ἐᾶν τινα S.Aj. 754
, cf. E.Fr. 463; ἐς οἴκους, ἐκ γῆς, S.OT 320, E.IT 739: c. acc. pers. et gen. rei, release from a thing,ἀποικίης Hdt.4.157
: in legal sense, acquit of a charge or engagement,φόνου τινα D.37.59
(abs., ἐὰν αἰδέσηται καὶ ἀφῇ ibid.);συναλλαγμάτων Id.33.12
: c. acc. only, acquit, Antipho 2.1.2, etc. (v. infr. 2 c):—[voice] Pass.,κινδύνου ἀφιέμενοι Th.4.106
; τοὺς γέροντας τοὺς ἀφειμένους released from duty, Arist.Pol. 1275a15;ἐγκλημάτων ἀφεῖσο Men.Epit. 572
.c let go, dissolve, disband, of an army or fleet, Hdt.1.77, etc.; dismiss, δικαστήρια (opp. λύειν ἐκκλησίαν) Ar.V. 595.d put away, divorce,γυναῖκα Hdt.5.39
; ἀ. γάμους break off a marriage, E.Andr. 973; ἀ. τὸν υἱόν disown him, Arist.EN 1163b22 (but with metaph. from releasing a debtor).2 of things, get rid of,ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν Il. 11.642
; ἀφίει μένος [ἔγχεος] slackened its force, 13.444; ἀ. ὀργήν put away wrath (v. supr. 1.1), A.Pr. 317;ὀργήν τινι Arr.An.1.10.6
; γόους (v. supr. 1.1) E.Or. 1022;νόσημα Hp.Prorrh.2.39
; ἀ. πνεῦμα, ψυχήν, give up the ghost, E.Hec. 571, Or. 1171: in Prose, give up, leave off,μόχθον Hdt.1.206
; ξυμμαχίαν, σπονδάς, Th.5.78, 115, etc.:—[voice] Med.,ἀ. τὸ προλέγειν D.S.19.1
.b ἀ. πλοῖον ἐς .. loose ship for a place, Hdt.5.42.c in legal sense (v. supr. Ib), c. dat. pers. et acc. rei, ἀ. τινὶ αἰτίην remit him a charge, Id.6.30;τὰς ἁμαρτάδας Id.8.140
.β', cf.Ev.Matt.6.12, al.;τὰς δίκας.. ἀφίεσαν τοῖς ἐπιτρόποις D.21.79
;ἀ. τινὶ εἰς ἐλευθερίαν χιλίας δραχμάς Id.59.30
, cf.IG22.43A27; ἀ. πληγάς τινι excuse him a flogging, Ar.Nu. 1426; ἀ. ὅρκον Jusj. in Lexap.And.1.98;φόρον Plb.21.24.8
([voice] Pass.);δάνειόν τινι Ev.Matt.18.27
.III leave alone, pass by, Hdt.3.95, etc.; neglect, τὰ θεῖα S.OC 1537;τὸν καιρόν D.1.8
;λέκτρων εὐνάς A.Pers. 544
: folld. by a predicate, ἀφύλακτον ἀ. τὴν ἑωυτῶν leave unguarded, Hdt.8.70; ἄτιμον, ἔρημον ἀ. τινά, S.OC 1279, Ant. 887;ἀ. τινὰς ὀρφανούς Ev.Jo. 14.18
;ἀ. τι ἀόριστον Arist.Pol. 1265a39
; leave,περὶ κινήσεως, ὅθεν ὑπάρχει, τοῖς ἄλλοις ἀφεῖσαν Id.Metaph. 985b20
, cf. 987b14:—[voice] Pass., esp. in [tense] pf. imper., missum fiat,Id.
EN 1166a34, cf. Pol. 1286a5, 1289b12.2 c. acc. et inf., ἀ. τὸ πλοῖον φέρεσθαι let the boat be carried away, Hdt.1.194;μὴ ἀφεῖναί με ἐπὶ ξένης ἀδιαφορηθῆναι PLond.2.144.14
(i A. D.).IV c. acc. pers. et inf., suffer, permit one to do a thing,ἀ. τινὰ ἀποπλέειν Hdt.3.25
, cf. 6.62, al., etc.: with inf. understood, ἡνίκα προῖκ' ἀφιᾶσιν (sc. θεᾶσθαι)οἱ θεατρῶναι Thphr.Char.30.6
: c. subj.,ἄφες ἐκβάλω Ev.Matt.7.4
, cf. Arr.Epict.1.9.15;ἄφες ἐγὼ θρηνήσω POxy.413.184
(i A. D.); ἄφες ἵνα .. Arr.Epict.4.13.19; οὐκ ἤφιεν ἵνα .. Ev.Marc.11.16:—[voice] Pass.,ἀφείθη σχολάζειν Arist.Metaph. 981b24
.V seemingly intr. (sc. στρατόν, ναῦς, etc.), break up, march, sail, etc., Hdt.7.193;ἀ. ἐς τὸ πέλαγος Th.7.19
; cf. 11.2b.2 c. inf., give up doing,ἀφεὶς σκοπεῖν τὰ δίκαια Diph.94
.B [voice] Med., send forth from oneself, much like [voice] Act.;θορήν Hdt.3.101
.2 loose something of one's own from, δειρῆς δ' οὔ πω.. ἀφίετο πήχεε λευκώ she loosed not her arms from off my neck, Od.23.240.3 freq. in [dialect] Att. c. gen. only, τέκνων ἀφοῦ let go of the children ! S. OT 1521;τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀ. Th.2.60
; , Aeschin.1.178;μὴ ἀφίεσο τοῦ Θεαιτήτου, ἀλλ' ἐρώτα Pl.Tht. 146b
, etc.;ἀφεῖσθαι τοῦ δικαίου τούτου D.37.1
;ἀφέμενος τῆς ἰαμβικῆς ἰδέας Arist.Po. 1449b8
. -
19 ἀφ-ίημι
ἀφ-ίημι (s. ἵημι), impf. ἠφίει Thuc. 2, 41; ἠφίεσαν Xen. Hell. 7, 4, 39; ἠφίουν Isae. 6, 40; ἀφίει Thuc. 8, 41; ἤφιε Ev. Marc. 1, 34; ἠφίειν Plat. Euthyd. 293 d; das B. A. 470 aus com. erwähnte ἀφεῠσαν, ἀφῆκαν, soll wohl ἀφεῖσαν heißen; perf. dor. ἀφέωκα, ἀφέωμαι; 1) wegschicken, entlassen; Menschen, ἐπὶ νῆας ἀφήσω Il. 2, 263; τὸ στράτευμα u. ä., Her.; Xen. Cyr. 1, 2, 8; Wurfgeschosse, ἄκοντα, ἔγχος, κεραυνόν, abschießen; Il. 21, 590. 10. 372. 8, 133; δίσκον 23, 432; u. ä.; ὥστε τοξότης ἀφῆκα καρδίας τοξεύματα Soph. Ant. 1072; in Prosa, βέλη, z. B. Plat. Conv. 219 b; πῠρ, Feuergeschosse, Pol. 1, 48; ἑαυτὸν ἐπί τι, εἴς τι, sich auf, in etwas stürzen, Plat. Rep. II, 373 d; Plut. Alc. 13; fallen lassen, was man hält, Il. 12, 221; ἀφῆκε πόντιον, warf ins Meer, Eur. Hec. 797. Uebertr. auf die Rede, ἔπος κακόν Soph. O. C. 735; λόγον εἴς τινα Plat. Legg. III, 698 d; γλῶσσαν Her. 2, 15; φωνήν Plut. Sol. 7; φωνὰς ἀφιέναι Plat. Rep. V. 475 a Dem. 1, 8. 18, 218, Stimmen von sich geben, hören lassen; γόους ἀφ., στεναγμόν, Eur. El. 59 Hipp. 1324; παντοδαπὰ χρώματα, allerhand Farben blicken lassen, annehmen, Plat. Ep. VII, 379 a; πᾶσαν τέχνην ἐς ἔργον, alle Künste anwenden, Theocr. ep. 7. – Uebh. wegwerfen, τὰ ὅπλα Plat. Legg. XII, 944 c; von sich thun, δίψαν, den Durst vertreiben, Il. 11, 642; ἄνϑος, die Blume abstreifen, von Weintrauben, welche eben zur Frucht angesetzt haben, Od. 7, 126; μένος. die Kraft verlieren, Il. 13, 444; τὴν ψυχήν, die Seele aushauchen, Her. 4, 190 u. Folgde; γόους, ὀργήν, Klagen. Zorn aufgeben, Eur. Or. 1022; Aesch. Prom. 315; μόχϑον ἄφες, laß die Mühe, Her. 1, 206; überlassen, τινί τι, Ἰωνίην τοῖς βαρβάροις, Her. 9, 106; öfter bei Folgdn, πόλιν τινί Dem. 6, 20; τὰ πλήϑη τοῖς στρατιώταις Pol. 34, 14. – 2) Loslassen, freilassen, Il. 20, 464; bes. Sklaven freilassen, ἐλεύϑερόν τινα Plat. Rep IX, 591 a; Legg. XI, 915 b; Dem. 29, 31 u. sonst; vgl. Ὀρχόμενον αὐτόνομον ἀφῆκεν Andocid. 3. 13; einen Gefangenen, Dem. 24, 125; Pol. 33, 1; – ἀλλήλους ἐγκλημάτων, die Beschuldigungen od. die Anklage aufgeben, Is. 5, 1; τὸν δράσαντα φό-νου Plat. Legg. IX, 869 a; vgl. Euthyd. 9 c; ἀφῆκεν αὐτὸν πάσης αἰτίας, er sprach ihn von aller Schuldfrei, Plut. Alex. 13; τινί τι, z. B. ἀπῆκεν αὐτῷ τὴν αἰτίην Her. 6. 30; αὐτοῖς ἀπιεὶς τὰς ἁμαρτάδας 8, 140. 2; vgl. Dem. 59, 30, Strafe erlassen, πληγὰς ἀφίεμεν Ar. Nub. 1425; χρέος, δάνειον N. T.; ἄφες τὰ ὀφειλήματα Matth. 7, 12; ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι, v. l. ἀφέωνται, ib. 9, 5; φόρον τινί Pol. 22, 7, Schuld, Tribut erlassen; ἀφορολόγητόν τινα 18, 29; ὅρκον λύω καὶ ἀφίημι Andoc. 1, 98. – 3) sein lassen, nicht achten, τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες Soph. El. 1280; ἀφεὶς τὰ τῆςδε τῆς γῆς κύρια O. C. 918; – καιρόν Isocr. 4, 16 Dem. 1, 8, ungenutzt vorüber lassen; ἀφύλακτον Her. 8, 70; ἔρημον Soph. Ant. 878. Bei den Athenern der eigtl. Ausdruck vom Entlassen der Raths- od. Gerichtsversammlungen, wie λύειν von der Volksversammlung, Ar. Ach. 173; ἀφειμένης τῆς βουλῆς διὰ τὰ Κρόνια Dem. 24, 26; γυναῖκα, seine Frau verstoßen, sich von ihr scheiden, Her. 5, 39; Plut. Zuweilen mit dem partic., σκευωρούμενοι οὐ πρότερον ἀφίεσαν, Dem. 17, 20. – Zulassen, gestatten, öfter bei Plat. u. sonst, mit dem int.; ἀπίει ἀπάγεσϑαι, ließ sie fortführen, Her. 6, 62; τὸ πλοῖον ἀφ. κατὰ τον ποταμὸν φέρεσϑαι, das Schiff stromabwärts treiben lassen, 1, 194; vgl. 5, 42; ἀφιέναι τι δημόσιον εἶναι Thuc. 2, 13. – Plat. Critia 166 c ist ἱερὸν ἄβατον ἀφείτω = weihen. – 4) Intrans., sc. ναῠν, ἔμελλον εἰς το πέλαγος ἀφήσειν Her. 7, 193, in See stechen, wie Thuc. 7, 19; στρατόν, aufbrechen, Sp.; s. Lob. zu Soph. Ai. p. 189. – 5) pass., entlassen, abgeschickt werden, Her. u. Folgde, τοῠ δέ τε πολλοὶ ἀπὸ σπινϑῆρες ἵενται, es sprühen viel Funken aus, Il. 4, 77; ἀφειμένος τινός, von etwas befreit, στρατείας Plut. – 6) med., ablassen, loslassen von etwas, δειρῆς οὔ πω ἀφίετο πήχεε, sie ließ beide Arme noch nicht von seinem Nacken los, Od. 23, 240; τέκνων δ' ἀφοῦ, trenne dich von den Kindern, Soph. O. R. 1521; oft Prosa, τινός, μὴ ἀφίεσϑε τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας Thuc. 2, 60; Plat. setzt τοῠ νῠν ἀφιέμενοι dem τοῠ ἔπειτα ἐπιλαμβανόμενοι gegenüber Parm. 152 c; τοῦ χρῆσϑαι ταῖς εὐκαιρίαις Pol. 2, 68, der auch das act. so braucht, 17, 3.
-
20 благо
благ||о Iс τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:\благоа жизни τά ἀγαθά τῆς ζωῆς; на \благо народа γιά τό καλό τοῦ λαού; ◊ ни за какие \благоа в мире σέ καμμιά περίπτωση, ποτέ, οὐδέποτε; всех благ! καλή τύχη!, ὅλα τά καλά!бла́го IIсоюз ἀφοῦ, μια και:почитаем, бла́го есть время ἄς διαβάσουμε μιά καί ἐχουμε καιρό.
См. также в других словарях:
αφού — 1. σύνδεσμος χρονικός ισοδύναμος του όταν: Αφού τέλειωσε τη δουλειά του ήρθε και με βρήκε. 2. σύνδ. αιτιολ. ισοδύναμος του επειδή και του εφόσον: Αφού δε σε βρήκα, έφυγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… … Dictionary of Greek
αφού — (σύνδ. χρον. και αιτιολ.) 1. (για το παρελθόν) αμέσως έπειτα από κάτι που συνέβη, από τη στιγμή που... 2. (για το μέλλον) ύστερα από κάτι που θα συμβεί 3. (αιτιολ.) εφόσον, επειδή, μια και 4. (με εναντιωματική σημ.) ενώ, αν και, εφόσον. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἀφοῦ — ἀφίημι send forth aor imperat mid (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek