-
1 ασταθής
[астатис] επ. неустойчивый, непостоянный, изменчивый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασταθής
-
2 неустойчивый
ασταθήςάστατος, ανισόρροποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неустойчивый
-
3 шаткий
шатк||ийприл1. κλονισμένος, ἀσταθής, ἄστατος, σειόμενος/ κλονιζόμενος (о походке):\шаткийая лестница ἡ ἀσταθής σκάλα·2. перен (непостоянный) εὐμετάβλητος, ἄστατος, ἀσταθής/ ἐπισφαλής (о здоровье, положении):\шаткийая позиция ἡ ἀσταθής θέση· ◊ ни шатко ни валко ἔτσι κ' ἔτσι. -
4 неустоичивый
неустои́чив||ыйприл1. ἀστατος, ἀσταθής, εὐμετάβολος:\неустоичивыйое равновесие фаз. ἡ ἀσταθής ισορροπία·2. перен ἀσταθής, ἄστατος, ἀβέβαιος, ἐπιπόλαιος / εὐμετάβολος (изменчивый):\неустоичивыйая погода ὁ ἄστατος καιρός. -
5 бесхарактерный
-
6 ненадёжный
-
7 непостоянный
непостоянный ασταθής, άστατος· \непостоянныйая погода о άστατος καιρός* * *ασταθής, άστατοςнепостоя́нная пого́да — ο άστατος καιρός
-
8 непрочный
-
9 неустойчивый
-
10 шаткий
-
11 непостоянный
непостоян||ныйприл ἀσταθής, ἀστατος, ἀβέβαιος, εὐμετάβολος:\непостоянный характер ὁ ἀστατος (или ἀσταθής) χαρακτήρας· \непостоянныйная погода ὁ εὐμετάβολος (или ἀστατος) καιρός. -
12 неровный
неровн||ыйприл1. ἀνώμαλος, ἄνισος / τραχύς (шероховатый):\неровныйая местность τό ἀνώμαλο ἐδαφος·2. перен ἀστατος, ἀσταθής, ἄτακτος, ἀνώμαλος:\неровныйый характер ὁ ἀσταθής χαρακτήρας· \неровныйый пульс ὁ ἀνώμαλος σφυγμός· \неровныйый стиль τό ἄνισο ὕφος. -
13 нетвердый
нетвердыйприл1. (мягкий) μαλακός·2. (неустойчивый) ἀσταθής (о походке и т. п.)/ ἐπισφαλής (о положении и т. п.)/ ἀδύνατος (о знаниях и т. п.)·3. (нерешительный) ἀναποφάσιστος, μή σίγουρος, ἀσταθής. -
14 изменчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оευμετάβλητος, ευμετάβολος ασταθής, άστατος, ακατάστατος•-ая погода άστατος καιρός•
изменчивый характер ασταθής χαρακτήρας•
-ое кастроние ευμετάβλητη διάθεση.
-
15 неверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. άπιστος•неверный друг άπιστος φίλος•
неверный муж άπιστος σύζυγος.
|| ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος•-рен своему слову δεν κριατά το λόγο του.
2. παλ. δύσπιστος•неверный взгляд βλέμμα δυσπιστίας.
3. εσφαλμένος, ανακριβής, λαθεμένος•неверный вывод εσφαλμένο συμπέρασμα•
-ая мысль λαθεμένη, σκέψη.
|| ψεύτικος, μη σωστός•неверный счёт ψεύτικος λογαριασμός.
|| απρεπής, ανάρμοστος, μη ενδεδειγμένος•брать неверный тон в разговоре παίρνω ανάρμοστο τόνο στη συνομιλία.
4. διαφορετικός, άλλος αντί άλλου. || ανακριβής, πλημμελής, άστοχος, σφαλερός, σφαλτός. || φάλτσος•-ая нота το φάλτσο (φωνής, ήχου)..
5. ασταθής•-ые шаги ασταθή βήματα.
6. παλ. αβάσιμος, παρακινδυνεμένος•-ое дело μη σίγουρη υπόθεση (παρακινδυνεμένη).
|| ευμετάβλητος, μη σταθερός.7. (για φως, ακτίνες κ.τ.τ.) αδύνατος, θαμπός, τρεμάμενος.8. ως ουσ. άπιστος•идти войною на -ых πηγαίνω να πολεμήσω τους άπιστους.
εκφρ.фома неверный – άπιστος Θωμάς. -
16 непостоянный
επ., βρ: -янен, -янна, -янно1. ασταθής, άστατος ευμετάβλητος• ρευστός•-характер ασταθής χαρακτήρας•
-ая погода άστατος καιρός.
2. παλίμβουλος, παλίντροπος, αψίκορος, ευμετάβολος. -
17 нетвёрдый
επ., βρ: -рд, -ерда, -рдо.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) μη σκληρός• μαλακός•-ая почва μαλακό έδαφος•
нетвёрдый характер μαλακός χαρακτήρας.
2. ασταθής, ταλαντευόμενος, μη σταθερός•-ая походка ασταθές βάδισμα•
нетвёрдый почерк ασταθής γραφικός χαρακτήρας.
|| μη αποφασιστικός, διστακτικός, ενδοιαστικός•нетвёрдый ответ διστακτική απάντηση.
-
18 неуравновешенный
επ., βρ: член, -шенна, -оανισόρροπος, ασταθής•неуравновешенный человек ανισόρροπος άνθρωπος•
неуравновешенный характер ασταθής χαρακτήρας.
-
19 неустойчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ασταθής• αστέριωτος μη στερεός•неустойчивый стул μη στέριο κάθισμα.
|| ταλαντευόμενος•-ая походка μη σταθερό βάδισμα.
2. μτφ. άστατος, αβέβαιος, ευμετάβλητος•-ая погода άστατος καιρός.
|| αδύνατος.εκφρ.- ое равновесие – ασταθής ισορροπία. -
20 шаткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко.1. που κουνιέται, σειόμενος, δονούμενος•шаткий стол τραπέζι που κουνιέται.
2. μτφ. ασταθής, ταλαντευόμενος• ευμετάβλητος•-ое положение ασταθής (ρευστή) κατάσταση•
-ие убеждения ασταθείς πεποιθήσεις.
См. также в других словарях:
ἀσταθής — unsteady masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασταθής — Αυτός που δεν είναι σταθερός, που ταλαντεύεται, ο ευμετάβλητος. Α. ισορροπία λέγεται η κατάσταση ισορροπίας ενός σώματος από την οποία μπορεί αυτό να απομακρυνθεί και με την ελάχιστη ακόμα μετατόπισή του. Για παράδειγμα, ένα σώμα που μπορεί να… … Dictionary of Greek
ασταθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν είναι σταθερός, που ταλαντεύεται, ο ευμετάβλητος (κυριολ. και μτφ.): Έχει πολύ ασταθή χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσταθῆ — ἀσταθής unsteady neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσταθής unsteady masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσταθής unsteady masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθεῖ — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσταθής unsteady masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθές — ἀσταθής unsteady masc/fem voc sg ἀσταθής unsteady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβοαιμοσφαιρίνη — Ασταθής ένωση της αιμοσφαιρίνης (Hb) με διοξείδιο του άνθρακα, του τύπου HbCO2. H δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα με την αιμοσφαιρίνη είναι αντιστρεπτή. Η κ. σχηματίζεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια κατά τη διέλευσή τους από τα τριχοειδή των ιστών … Dictionary of Greek
ἀσταθέες — ἀσταθής unsteady masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθέεσσι — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθέεσσιν — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταθέος — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)