-
1 αποσιώπηση
[апосиописи] ουσ. Θ. умолчание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποσιώπηση
-
2 умолчание
1. вчт. η αποσιώπηση, η παράλειψη 2. литер. (стилистический приём) η αποσιώπηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > умолчание
-
3 замалчивание
зама́лчива||ниес1. ἡ ἀποσιώπηση [-ις]. -
4 недомолвка
недомолвкаж ἡ ἀποσιώπηση [-ις], ἡ παρασιώπηση [-ις]. ' -
5 умалчивание
умалчива||ниес ἡ ἀποσιώπηση [-ις], ἡ παρασιώπηση. -
6 умолчание
умолча||ниес ἡ ἀποσιώπηση [-ις], ἡ παρασιώπηση [-ις]. -
7 недомолвка
[νινταμόλφκα] ουσ. θ. αποσιώπηση -
8 умалчивание
[ουμάλτσιβανιιε] ουσ. ο. αποσιώπηση -
9 недомолвка
[νινταμόλφκα] ουσ θ αποσιώπηση -
10 умалчивание
[ουμάλτσιβανιιε] ουσ ο αποσιώπηση -
11 заговор
заговор 1-а α.συνωμοσία•противоправительственный заговор αντικυβερνητική συνωμοσία•
-катилины συνωμοσία Κατιλίνα•
составлять συνωμοτώ, κάνω συνωμοσία•
быть в -е συμμετέχω στη συνωμοσία.
|| σκευωρία.заговор 2-а α.ξόρκι, ξόρκισμα•заговор против зубной боли ξόρκισμα οδοντόπονου.
εκφρ.- молчания – γενική αποσιώπηση. -
12 недоговорённость
-и θ.η μη συμφωνία ασυμφωνία ασυνενοησία, ετεροφροσΰνη•недоговорённость автора с издательством ασυμφωνία συγγραφέα και εκδοτικού οίκου.
|| αποσιώπηση. -
13 недомолвка
-и θ.αποσιώπηση• παρασιώπηση. -
14 обход
-а α.1. περιφορά, τριγύρισμα περιοδεία, γύρα, τουρνέ.2. παράκαμψη• αποφυγή•делать обход παρακάμπτω.
3. επίσκεψη γιατρού ασθενών νοσοκομείου.4. (στρατ.) υπερφαλάγ-ση.εκφρ.в обход – α) παρακάμπτοντας, β) αποφυγή, παράκαμψη• αποσιώπηση, γ) υπερφαλαγγίζοντας. -
15 умолчание
См. также в других словарях:
αποσιώπηση — η (AM ἀποσιώπησις) 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο σκόπιμα παραλείπει κανείς λέξεις ή φράσεις είτε ευνόητες είτε από ντροπή, οργή κ.λπ. 2. η κατά παράβαση νόμιμης υποχρέωσης παράλειψη ανακοίνωσης στην αρχή ορισμένων περιστατικών νεοελλ. το να… … Dictionary of Greek
αποσιώπηση — η το να αποσιωπά κανείς· (σύντ.), σχήμα λόγου κατά το οποίο παραλείπεται κάτι, επειδή εύκολα εννοείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσιωπήσῃ — ἀποσιωπήσηι , ἀποσιώπησις becoming silent fem dat sg (epic) ἀποσιωπάω maintain silence aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀποσιωπάω maintain silence aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀποσιωπάω maintain silence fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσιωπητικός — ή, ό αυτός που είναι χρήσιμος στην αποσιώπηση· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αποσιωπητικά (...), τρεις τελείες που φανερώνουν αποσιώπηση ή διακοπή στο γραπτό λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσίγηση — η (Α ἀποσίγησις) το να σωπαίνει κανείς για κάτι, αποσιώπηση … Dictionary of Greek
αποσιωπητικός — ή, ό 1. αυτός που αποσιωπά κάτι ή που χρησιμεύει για την αποσιώπηση 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ ἀποσιωπητικά τρεις στιγμές (...) που τίθενται μετά από κάποια λέξη του γραπτού λόγου για να δηλώσουν την παράλειψη λέξεων ή φράσεων που εύκολα μπορούν… … Dictionary of Greek
απόκρυψη — η (AM ἀπόκρυψις) [αποκρύπτω] το κρύψιμο νεοελλ. αποσιώπηση, συγκάλυψη αρχ. εξαφάνιση … Dictionary of Greek
εξώθηση — η (AM ἐξώθησις) ώθηση προς τα έξω νεοελλ. 1. παρόρμηση, παρακίνηση («εξώθηση σε απείθεια») 2. το τελικό στάδιο τού τοκετού μετά τη συμπλήρωση τής διαστολής κατά το οποίο το έμβρυο ωθείται προς τα έξω μσν. αποβολή, αποσιώπηση γράμματος … Dictionary of Greek
εφησύχασις — ἐφησύχασις, ἡ (Μ) [εφησυχάζω] επίσχεση, σταμάτημα, αποσιώπηση … Dictionary of Greek
καπέλωμα — το [καπελώνω] 1. η κάλυψη με καπέλο 2. το χτύπημα στο κεφάλι κάποιου που φοράει καπέλο 3. η αποσιώπηση, η απόκρυψη 4. η επιβολή γνώμης 5. (στην πολιτική) η κηδεμόνευση («θέλει να καπελώσει όλες τις οργανώσεις») … Dictionary of Greek
κρύψιμο — το 1. η απόκρυψη ενός πράγματος 2. μτφ. αποσιώπηση 2. η καταφυγή σε κρυφό τόπο 3. μτφ. η απόκρυψη τών πραγματικών σκέψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω), κατάλ. ιμο] … Dictionary of Greek