-
1 απολυμαινομαι
-
2 ἀπολυμαίνομαι
A cleanse oneself by bathing, esp. from an ἄγος, Il.1.313, 314, A.R.4.702, cf. Paus.8.41.2;ἀπολυμήνασθαι καὶ ἀφαγνίσαι τὸ μίασμα Agath.2.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολυμαίνομαι
-
3 ἀπολῦμαίνομαι
ἀπο-λῦμαίνομαι ( λῦμαίνω), purify oneself of pollution, by bathing as symbolical procedure, Il. 1.313 f.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπολῦμαίνομαι
-
4 ἀπολῡμαίνομαι
ἀπο-λῡμαίνομαι sich reinigen, bes. durch sühnende Bäder eine Befleckung abwaschen -
5 λῡμαίνω
λῡμαίνω, reinigen, erst Sp., wie Liban. or. IV, 350, 19, τὰ λυμήναντα τοῖς πράγμασιν. Gew. med. λυμαίνομαι, 1) sich reinigen, Hesych., vgl. ἀπολυμαίνομαι. – 2) Einen schimpflich, schändlich, wie einen Verworfenen ( λῦμα) behandeln, verhöhnen, mißhandeln, u. gew. übh. schaden, beschädigen, verletzen, zerstören; c. acc., ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ σ' ἀεὶ λυμαίνεται, der Zorn, der dir immer schadet, Soph. O. C. 859; ὃς λέχη λυμαίνεται, Eur. Bacch. 354; ἅλις λύμης ἣν ἐλυμήνω πάρος, Mel. 1105; τοιαῦτα Σοφοκλῆς λυμαίνεται ἐμέ, so beschimpft er mich, Ar. Av. 100; γλῶτταν, Equ. 1281; oft bei Her., λύμῃσι λυμαίνεσϑαι, 6, 12, τἄλλα πάντα, 3, 16, τὴν ἵππον ἀνηκέστως, 8, 28; Thuc. 5, 103; Lys. 13, 64 ( Plat. hat das Wort nicht); λελυμασμένος καὶ ἐφϑαρκὼς τὴν πόλεως εὐδαιμονίαν, Din. 1, 64; ὡς λελυμασμένοι εἰσὶ τὰ δῶρα, Dem. 59, 89; ᾡ λυμαινόμεϑα τὴν πρᾶξιν, Xen. An. 1, 3, 16; γαστέρα, Mem. 1, 3, 6, öfter; ὅσα λυμανεῖται πάντα, neben χεῖρον ἔχειν τὰ κοινὰ ποιήσει, Dem. 24, 1, wie ἐλυμήνατο τὰ πράγματα 19, 17; Sp., wie Pol. τὴν χάριτά τινος, 18, 26, 4, καὶ φϑείρειν, 14, 15, 8. – Auch pass., περὶ αὐτοῦ δεδεμένου καὶ λυμαινομένου, Antiph. 5, 63, u. Aesch. χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανϑὲν δέμας, Ch. 288; οὔτε κατασήπεται, οὔτε λυμαίνεται, Xen. Cyr. 8, 2, 22; ὑπὸ τοιούτων λυμαίνεσϑαι, Lys. 28, 14; λελύμασμαι ist pass. Paus. 10, 15, 3, s. oben. – Auch mit dem dat., τοῖς μειρακίοις, Ar. Nubb. 916, wo der Schol. diese Construction vorzieht; νεκρῷ, Her. 9, 79; Xen. Hell. 2, 3, 26. 7, 5, 18; τοῖς κοινοῖς, Isocr. 3, 18.
-
6 απελυμαίνοντο
-
7 ἀπελυμαίνοντο
-
8 απελυμηνάμην
-
9 ἀπελυμηνάμην
-
10 απελυμάνθη
-
11 ἀπελυμάνθη
-
12 απελυμήναντο
-
13 ἀπελυμήναντο
-
14 απολυμαινόμενος
ἀπολῡμαινόμενος, ἀπολυμαίνομαιcleanse oneself by bathing: pres part mp masc nom sg -
15 ἀπολυμαινόμενος
ἀπολῡμαινόμενος, ἀπολυμαίνομαιcleanse oneself by bathing: pres part mp masc nom sg -
16 απολυμαίνεσθαι
-
17 ἀπολυμαίνεσθαι
-
18 απολυμαίνονται
-
19 ἀπολυμαίνονται
-
20 απολυμαίνοντο
ἀπολῡμαίνοντο, ἀπολυμαίνομαιcleanse oneself by bathing: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απολυμαίνομαι — απολυμαίνομαι, απολυμάνθηκα, απολυμασμένος βλ. πίν. 46 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απολυμαίνω — (Α ἀπολυμαίνομαι) νεοελλ. καταστρέφω τα νοσογόνα μικρόβια αρχ. ( αίνομαι) 1. καθαρίζω με λουτρό 2. εξαγνίζω … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
ἀπελυμαίνοντο — ἀπελῡμαίνοντο , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελυμηνάμην — ἀπελῡμηνάμην , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελυμάνθη — ἀπελῡμάνθη , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελυμήναντο — ἀπελῡμήναντο , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολυμαινόμενος — ἀπολῡμαινόμενος , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολυμαίνεσθαι — ἀπολῡμαίνεσθαι , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολυμαίνονται — ἀπολῡμαίνονται , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολυμαίνοντο — ἀπολῡμαίνοντο , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)