-
1 απολυμαίνονται
-
2 ἀπολυμαίνονται
См. также в других словарях:
ἀπολυμαίνονται — ἀπολῡμαίνονται , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek