-
1 απαλύνω
[апалино] р. смягчат размягчать.endΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απαλύνω
-
2 притуплять
1. (затуплять) αμβλύνω 2. (ослаблять, делать менее острым, сильным) μετριάζω, αμβλύνω, εξασθενώ, απαλύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > притуплять
-
3 размягчать
μαλάσσω, μαλακώνω, απαλύνω, αποσκληραίνω, αποσκληρύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размягчать
-
4 смягчать
1. (делать более мягким, эластичным) μαλακώνω, απαλύνω, αποσκλη-ρύνω 2. (делать менее резким, ослаблять) ελαττώνω, μετριάζω, καταπραΰνω 3. лингв. (палатализовать) μαλακώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смягчать
-
5 мягчить
мягчитьнесов ἀπαλύνω, μαλακώνω, μετριάζω. -
6 размягчать
размягч||атьнесов μαλάσσω, μαλακώνω (μετ.)Ι перен ἀπαλύνω. -
7 смягчать
смягч||атьнесов1. μαλακώνω, ἀπαλύνω·2. (ослабить, умерить) μετριάζω/ καταπραύνω, κατευνάζω (боль)! ἐξασθενώ (μετ.) (удар)/ ἐλαττώνω, μετριάζω ποι-νή[ν] (приговор, наказание):\смягчать тон μετριάζω τό ὕφος·3. перен (кого-л.) μαλακώνω (μετ.), ἡμερεύω (μετ.)·4. лингв. μαλακώνω. -
8 заглушить
-шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шена, -шеноρ.σ.μ.1. πνίγω, σκεπάζω•оркестр -ил голос певца η ορχήστρα σκέπασε τη φωνή του τραγουδιστή•
ковер -ил звук шагов το χαλί έσβησε τον ήχο των βημάτων.
2. μετριάζω, καταπραΰνω, μαλακώνω, απαλύνω, καθησυχάζω•заглушить боль μαλακώνω τον πόνο.
|| μειώνω, ελαττώνω, ολιγοστεύω.3. εμποδίζω την ανάπτυξη•сорные травы -ли хлеб τα ζιζάνια έπνιξαν το σιτάρι.
4. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω.5. σταματώ•заглушить мотор σβήνω το μοτέρ•
заглушить уголь σβήνω τα κάρβουνα.
σκεπάζομαι, σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 изнежить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изнеженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. καλομαθαίνω, καλοσυνηθίζω, μαλθακώνω μαλακύνω, απαλύνω, τρυφεραίνω•изнежить ребнка κάνω το παιδί μαλθακό•
изнежить кожу τρυφεραίνω το δέρμα.
καλομαθαίνω, γίνομαι τρυφερός. -
10 мягчеть
-ю, -ешьρ.δ. (απλ.) μαλακύνω, -ώνω, απαλύνω. || μτφ. κατευνάζω, ησυχάζω, καταπραΰνω. -
11 обмякнуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. обмяк, -ла, -ло μτχ. παρλθ. χρ. обмякший.1. μαλακώνω, απαλύνω. μαλθακώνω.2. αδυνατίζω, εξασθενίζω, γίνομαι μαλθακός, πλαδαρός.3. μτφ. κατευνάζομαι, καταπραΰνομαι, γίνομαι ήπιος. -
12 размягчить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размягченный, βρ: -чен -чена, -чено ρ.σ.μ.1. μαλακώνω, απαλύνω, μαλθακώνω• μαλάσσω.2. μτφ. καταπραΰνω, κατευνάζω.1. μαλακώνω, μαλακύνομαι, απαλύνομαι.2. μτφ. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι: γίνομαι ήπιος, επιεικής. -
13 смягчить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смягченный, βρ: -чен, -чена, -чегоρ.σ.μ.1. μαλακώνω, -κύνω, απαλύνω•смягчить кожу μαλακώνω το δέρμα.
2. μτφ. καταπραΰνω, κατευνάζω• μετριάζω•смягчить боль μαλακώνω τον πόνο.
|| μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω•смягчить приговор μετριάζω την ποινή.
|| αδυνατίζω, νοθεύω•вино αδυνατίζω (νερώνω) το κρασί.
|| μτφ. κάνω ήπιο•смягчить климат μαλακώνω το κλίμα.
3. (γλωσ.) μαλακώνω (την προφορά των συμφώνων).1. μαλακώνω, απαλύνομαι•кожа -лась το δέρμα μαλάκωσε.
2. μτφ. (κατα)πραΰνομαι, κατευνάζομαι, γίνομαι ήπιος: καλμάρω. || αδυνατίζω, εξασθενίζω. || μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• μετριάζομαι. -
14 умять
умну, умншь ρ.σ.μ.1. μαλακώνω, απαλύνω.2. θλίβω, πιέζω, πατώ• ζουπίζω.1. μαλακώνω, γίνομαι μαλακός, απαλός.2. πιέζομαι, θλίβομαι, πατιέμαι, ζουπίζομαι. -
15 усладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. услажденный, βρ: -ден, -дена, -дено- ρ.σ.μ. παλ.1. τέρπω, ευφραίνω• ευχαριστώ•усладить кого–нибудь пением τέρπω κάποιον με το τραγούδι.
2. απαλύνω, μαλακώνω, μετριάζω.παλ. βλ. насладиться. -
16 утолить
-лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утоленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. καταπαύω, καταπραΰνω, σβήνω, καλμάρω• κόβω•утолить жэ.жду κόβω τη δίψα•
утолить голод κόβω την πείνα.
2. μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω, κατευνάζω, μαλακώνω, απαλύνω.1. καταπραΰνομαι-σβήνω• κόβομαι•жажда -лась η δίψα κόπηκε.
2. μτφ. ανακουφίζομαι, μετριάζομαι, κατευνάζομαι, μαλακώνω.
См. также в других словарях:
απαλύνω — απαλύνω, απάλυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἁπαλύνω — ἁ̱παλύ̱νω , ἁπαλύνω soften aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἁπαλύ̱νω , ἁπαλύνω soften aor subj act 1st sg ἁπαλύ̱νω , ἁπαλύνω soften pres subj act 1st sg ἁπαλύ̱νω , ἁπαλύνω soften pres ind act 1st sg ἁπαλύ̱νω , ἁπαλύνω soften aor ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαλύνω — κ. απαλαίνω (Α ἁπαλύνω) νεοελλ. μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω καταπραΰνω αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω 2. κάνω κάτι παχύ 3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω … Dictionary of Greek
απαλύνω — (και απαλαίνω), άλυνα, κάνω κάτι απαλό, μαλακώνω: Τα λόγια που του είπε ο φίλος του απάλυναν κάπως τον πόνο του. Ουσ., απάλυνση, η μαλάκωμα, κατευνασμός: Η απάλυνση στις σχέσεις τους ήταν προσωρινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαλαίνω — απαλύνω … Dictionary of Greek
ἁπαλυνεῖ — ἁπαλύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἁπαλύνω soften fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλῦνον — ἁπαλύνω soften pres part act masc voc sg ἁπαλύνω soften pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπαλύνθην — ἁπαλύνω soften aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἁπαλύνω soften aor ind pass 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλυνθεῖσα — ἁπαλύνω soften aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλυνθείς — ἁπαλύνω soften aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλυνθῆναι — ἁπαλύνω soften aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)