-
1 ανώτερος
-
2 ἀνώτερος
-
3 ἀνώτερος
-
4 ανωτερος
-
5 ἀνώτερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνώτερος
-
6 ἀνώτερος
-
7 ἀνώτερος
ἀνώτερος, έρα, ον (comp. of ἄνω=ἀνώτερον εἶναί τινος ‘to be higher than someth. else’; Tatian; Vi. Da. [p. 77, 1 Sch. ‘Upper Beth-Horon’]); in our lit. only neut. as adv. (Aristot. et al.; SIG 674, 55; Lev 11:21; 2 Esdr 13:28; En 14:17 τὸ ἀ.; 15:9 [prob. corruption for ἀνθρώπων]; TestLevi 3:4; cp. B-D-F §62; Rob. 298).① pert. to a position that enhances status, higher προσαναβαίνω ἀ. go up higher, i.e. to a more prestigious place Lk 14:10.② pert. to being precedent in a series, preceding, above, earlier (as we say ‘above’ in ref. to someth. expressed previously; PCairZen 631, 10 [III B.C.] ἀνώτερον γεγράφαμεν; Polyb. 3, 1, 1 τρίτῃ ἀνώτερον βίβλῳ; Jos., Ant. 19, 212 καθάπερ ἀν. ἔφην; cp. AHeisenberg and LWenger, Byz. Pap. in d. Staatsbibl. zu München 1914, no. 7, 47) ἀ. λέγειν Hb 10:8.—DELG s.v. ἀνά. M-M. -
8 ανώτερος
η, ο [α, ον]1) верхний;ανώτερο στρώμα — верхний слой;
2) больший;ανώτερο μήκος — большая длина;
3) лучший, превосходный;ανώτερη ποιότητα — высокое качество;
4) стоящий выше, старший (по положению и т. п.);ανώτεροι αξιωματικοί — старшие офицеры;
ανώτερο δικαστήριο — суд более высокой инстанции;
§ ανώτερος άνθρωπος — благородный человек;
λόγω ανωτέρας βίας вынужденно, по необходимости; по уважительной причине;ανώτερος πάσης υποψίας — быть выше подозрения;
καί εις ( — или καί σ·) ανώτερα — желаю тебе ещё больших успехов (в работе)
-
9 ἀνώτερος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνώτερος
-
10 ανώτερος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανώτερος
-
11 ἀνώτερος
более высокий, высший, выше; а также прежде.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνώτερος
-
12 ἀνώτερος
-α,-ον + A 0-0-2-2-0=4 Ez 41,7(bis); Neh 3,25.28upper; see ἄ́νω -
13 ανώτερος
[анотэрос] επ высший. -
14 ανώτερος
supérieur -
15 ανώτερος
1) nadrzędny przym.2) zwierzchnik (m) rzecz. -
16 ανώτερος
1) hořejší2) lepší3) nadřízený4) představený5) vrchní6) vyšší -
17 ανώτερος
superiorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανώτερος
-
18 ανωτέρα
ἀνωτέρᾱ, ἀνώτεροςupper: fem nom /voc /acc dualἀνωτέρᾱ, ἀνώτεροςupper: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀνωτέρᾱͅ, ἀνώτεροςupper: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 ανωτέρω
ἄνω 2upwards: irreg̱comp indeclform (adverb)ἀνώτεροςupper: masc /neut nom /voc /acc dualἀνώτεροςupper: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ἀνώτεροςupper: masc /neut dat sg -
20 ανωτέρας
ἀνωτέρᾱς, ἀνώτεροςupper: fem acc plἀνωτέρᾱς, ἀνώτεροςupper: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀνώτερος — upper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωτέρων — ἀνώτερος upper fem gen pl ἀνώτερος upper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρως — ἀνώτερος upper adverbial ἀνώτερος upper masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώτερον — ἀνώτερος upper masc acc sg ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… … Dictionary of Greek
Τσολάκογλου, Γεώργιος — Ανώτερος στρατιωτικός (1886 – 1948). Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα (1941) και κατέλαβαν τα Γρεβενά, απομόνωσαν τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε νικηφόρα στην Αλβανία. Ο στρατηγός T., που βρισκόταν τότε επικεφαλής τμήματος στρατού στο… … Dictionary of Greek
ἀνωτέραις — ἀνώτερος upper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρη — ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέροις — ἀνώτερος upper masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)