-
1 supérieur
ανώτερος -
2 hořejší
ανώτερος -
3 lepší
ανώτερος -
4 nadřízený
ανώτερος -
5 představený
ανώτερος -
6 vrchní
ανώτερος -
7 vyšší
ανώτερος -
8 superior
ανώτερος -
9 nadrzędny
ανώτερος -
10 zwierzchnik
ανώτερος -
11 beylerbeyi
ανώτερος διοικητής -
12 superior
[su'piəriə] 1. adjective1) ((often with to) higher in rank, better, or greater, than: Is a captain superior to a commander in the navy?; With his superior strength he managed to overwhelm his opponent.) ανώτερος2) (high, or above the average, in quality: superior workmanship.) ανώτερος3) ((of a person or his attitude) contemptuous or disdainful: a superior smile.) υπερφίαλος, υπεροπτικός2. noun(a person who is better than, or higher in rank than, another or others: The servant was dismissed for being rude to her superiors.) ανώτερος (ιεραρχικά) -
13 верхний
верхний ανώτερος, υψηλό τερος" \верхний этаж το επάνω πά τωμα \верхнийяя одежда το πανω φόρι* * *ανώτερος, υψηλότεροςве́рхний эта́ж — το επάνω πάτωμα
ве́рхняя оде́жда — το πανωφόρι
-
14 высокий
высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος* * *1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος
высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση
высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός
высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές
2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος••Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη
высо́кий гость — ο υψηλός ξένος
-
15 старший
старший 1) (по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτερος; \старший брат о μεγαλύτερος (или μεγάλος) αδερφός; \старшийая сестра η μεγαλύτερη αδερφή 2) (по положению ) ανώτερος 3) (о классе и т.п.) μεγάλος; \старшийие классы οι μεγάλες τάξεις* * *1) ( по возрасту) μεγαλύτερος, πρεσβύτεροςста́рший брат — ο μεγαλύτερος ( или μεγάλος) αδερφός
ста́ршая сестра́ — η μεγαλύτερη αδερφή
2) ( по положению) ανώτερος3) (о классе и т. п.) μεγάλοςста́ршие кла́ссы — οι μεγάλες τάξεις
-
16 старший
старш||ий1. прил (по годам) πρεσβύτερος, μεγαλύτερος στά χρόνια, πιό μεγάλος στήν ἡλικία:\старший брат ὁ μεγάλος ἀδελφός·2. прил (по положению) ἀνώτερος, ἀρχαιότερος:\старший мастер ὁ ἀρχι-μάστορας·3. м ὁ γηραιότερος, ὁ πρεσβύτερος/ ὁ ἀνώτερος (по полоокению)·4. \старшийие мн. (взрослые) μεγαλύτερος. -
17 старший
επ., υπερθ. β. старейший.1. πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία•старший брат μεγαλύτερος αδερφός•
-ая сестра μεγαλύτερη αδερφή•
старший сын в семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια•
-ая дочь η μεγαλύτερη θυγατέρα.
|| παλιός, πρότερος, προγενέστερος.2. ουσ. πλθ. -ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι.3. αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)•-ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα•
мастер ο αρχιμάστορας, πρωτομάστορας•
офицер αρχαιότερος αξιωματικός.
4. ουσ. ο προϊσταμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος•старший отделения ο υπεύθυνος του τμήματος, ο τμηματάρχης.
5. ανώτερος, μεγαλύτερος•-ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις.
-
18 мираж
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мираж
-
19 планета
ο πλανήτης· верхняя - ανώτερος -внутренняя - см. нижняя -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планета
-
20 высокий
высо́к||ийприл1. в разн. знач. ὑψηλός:\высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:\высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:\высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού.
См. также в других словарях:
ἀνώτερος — upper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωτέρων — ἀνώτερος upper fem gen pl ἀνώτερος upper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρως — ἀνώτερος upper adverbial ἀνώτερος upper masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώτερον — ἀνώτερος upper masc acc sg ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… … Dictionary of Greek
Τσολάκογλου, Γεώργιος — Ανώτερος στρατιωτικός (1886 – 1948). Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα (1941) και κατέλαβαν τα Γρεβενά, απομόνωσαν τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε νικηφόρα στην Αλβανία. Ο στρατηγός T., που βρισκόταν τότε επικεφαλής τμήματος στρατού στο… … Dictionary of Greek
ἀνωτέραις — ἀνώτερος upper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρη — ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέροις — ἀνώτερος upper masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)