Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ανώτατος

  • 1 ανωτατος

        3
        высший, высочайший Her.

    Древнегреческо-русский словарь > ανωτατος

  • 2 ανώτατος

    η, ο[ν]
    1) высший, наивысший;

    ανώτατο όριο — максимум;

    ανώτατη ποιότητα — высшее качество, высший сорт;

    εκπαίδευση высшее образование;
    2) верховный; Ανώτατο Σοβιέτ Верховный Совет;

    § ο ανώτατος Άρχων — король

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανώτατος

  • 3 ανώτατος πέπλος

    αήρ κ. ανώτατος πέπλος ο
    воздух – прямоугольный плат из легкой ткани, которым покрывают Потир и Дискос поверх покровцов во время совершения Божественной Литургии. Воздухом священники овевают Святые Дары во время пения Символа веры. Воздух также именуется «приношением» и «агнцем», потому что, начиная с 15 века, на нем стали изображать положение Тела Христа в гроб. От такой разновидности воздуха произошла плащаница. Воздухом покрывается лицо усопшего клирика во время его отпевания
    Этим.
    < дргр. α (F)είρω «поднимать, возвышать»1

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ανώτατος πέπλος

  • 4 όρος

    (γεν. όρους и όρεος) τό гора
    όρος2/2
    ο
    1) условие; οι όροι της συμφωνίας условия договора; ευνοϊκοί όροι благоприятные или льготные условия; υπό τον όρο при условии; παραδίδομαι άνευ όρων безоговорочно капитулировать; 2) конец; предел;

    ανώτατος όρος2/2 — максимум;

    κατά μέσον όρον в среднем;
    εφ' όρου ζωής на всю жизнь; до конца жизни; 3) термин; § οι όροι ** κλάσματος числитель и знаменатель (дроби) ορός3
    ο сыворотка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όρος

  • 5 αήρ

    αήρ κ. ανώτατος πέπλος ο
    воздух – прямоугольный плат из легкой ткани, которым покрывают Потир и Дискос поверх покровцов во время совершения Божественной Литургии. Воздухом священники овевают Святые Дары во время пения Символа веры. Воздух также именуется «приношением» и «агнцем», потому что, начиная с 15 века, на нем стали изображать положение Тела Христа в гроб. От такой разновидности воздуха произошла плащаница. Воздухом покрывается лицо усопшего клирика во время его отпевания
    Этим.
    < дргр. α (F)είρω «поднимать, возвышать»1

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αήρ

См. также в других словарях:

  • ἀνώτατος — topmost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανώτατος — η, ο (Α ἀνώτατος, η, ον) ανώτερος όλων, υπέρτατος, ύψιστος …   Dictionary of Greek

  • ανώτατος — η, ο ο πάνω από όλους, αυτός που υπερέχει: Ήταν ανώτατος κρατικός υπάλληλος· (υπερθετικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς θετικό) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… …   Dictionary of Greek

  • κουροπαλάτης — Ανώτατος αυλικός αξιωματούχος στην περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επιφορτισμένος με τη διεύθυνση του παλατιού. Η λέξη προήλθε έπειτα από σύντμηση του λατινικού curator palatii, που αναφερόταν σε ρωμαϊκό αξίωμα. Ο κ. αναλάμβανε την εξουσία… …   Dictionary of Greek

  • ἀνωτάτων — ἀνώτατος topmost fem gen pl ἀνώτατος topmost masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώτατον — ἀνώτατος topmost masc acc sg ἀνώτατος topmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομάρχης — Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα… …   Dictionary of Greek

  • σφραγιδοφύλακας — Ανώτατος κρατικός υπάλληλος, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της μεγάλης σφραγίδας του Κράτους. Το αξίωμα αυτό δημιουργήθηκε από πολύ παλιά στην Αγγλία, όπου ο λόρδος καγκελλάριος τηρούσε τη μεγάλη σφραγίδα του Κράτους, με την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Πετεφρής — Ανώτατος αξιωματούχος στη βασιλική Αυλή της αρχαίας Αιγύπτου.Ο Π. πήρε στην υπηρεσία του τον Ιωσήφ, όταν τα αδέλφια του τον πούλησαν στην Αίγυπτο ως δούλο. Στη μετάφραση των O΄ ο Π. αναφέρεται ως αρχιμάγειρας, πολλοί όμως νεότεροι τον αναφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • Σαδόκ — Ανώτατος Ιουδαίος αρχιερέας της εποχής του Δαβίδ και του Σολομώντα απόγονος του Ααρών από τον οίκο του Ελεάζαρ. Παράλληλα μ’ αυτόν αρχιεράτευε στα χρόνια του Δαβίδ και ο Αβιάθαρ, ο οποίος όπως φαίνεται είχε μοιράσει με εκείνον τις διακονίες. Κατά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»