-
1 suprême
ανώτατος -
2 верховный
-
3 высший
высший ανώτατος \высший сорт η ανώτατη ποιότητα \высшийее учеб ное заведение το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα \высшийее об разование η ανώτατη εκπαί δευση* * *вы́сший сорт — η ανώτατη ποιότητα
вы́ее уче́бное заведе́ние — το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
вы́ее образова́ние — η ανώτατη εκπαίδευση
-
4 главнокомандующий
главнокома́нд||ующийм ὁ ἀνώτατος διοικητής, ὁ ἀρχιστράτηγος:Верховный \главнокомандующийующий ὁ "Ανώτατος Διοικητής, ὁ 'Αρχιστράτηγος. -
5 высший
-ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.1. ανώτατος, υπέρτατος•-ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•
-командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•
-ее начальство η ανώτατη διοίκηση•
-ая точка το ανώτατο σημείο•
-ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•
-ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2. ανώτερος•-ее образование ανώτερη μόρφωση•
-ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•
-ая школа ανώτερη σχολή•
-ее качество ανώτερη ποιότητα.
εκφρ.высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•- ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•- ее общество – η ανώτερη κοινωνία•в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό. -
6 деспот
-а α.δεσπότης, ανώτατος κυβερνήτης, ανώτατος άρχων. || δυνάστης, τύραννος. -
7 суверенный
επ., βρ: -рнен, -рнна, -о.1. κυρίαρχος• ανώτατος, υπέρτατος•суверенный народ ο κυρίαρχος λαός•
суверенный правитель ο ανώτατος άρχων.
2. κυριαρχικός•-ые права τα κυριαρχικά δικαιώματα.
-
8 величайший
величайш||ий(превосх. ст. от великий) μέγιστος, ὑπέρτατος, ὕψιστος, ἀνώτατος:событие \величайшийей важности γεγονός μεγίστης σημασίας. -
9 верховный
верхо́вн||ыйприл ἀνώτατος, ὑπατος:Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ· Верховный Суд τό Άνώτατο[ν] δικαστή ριο[ν]· Верховный Главнокомандующий ὁ 'Αρχιστράτηγος· \верховныйое командование ἡ 'Ανωτάτη διοίκηση[-ις]. -
10 высший
высш||ийприл ἀνώτερος, ἀνώτατος/ ὑπέρτατος (крайний):\высшийее образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· \высшийее учебное заведение τό ἀνώτατο ἐκπαιδευτικό ίδρυμα, ἡ ἀνωτάτη σχολή· \высший сорт ἡ ἀνωτάτη ποιότης· в \высшийей степени στον ὑπέρτατο βαθμόν \высшийая математика τά ἀνώτερα μαθηματικά· \высшийая мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή. -
11 кульминационный
кульминационныйприл κορυφαίος, ἀνώτατος, ὑψιστος:\кульминационный пункт а) астр. τό ζενίθ, б) перен τό κατακόρρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών. -
12 максимальный
максимальн||ыйприл μέγιστος, ἀνώτατος, ὑπέρτατος:\максимальныйое напряжение ἡ μεγίστη ἔντασή \максимальныйая скорость ἡ μεγίστη ταχύτητα -
13 наивысший
наивысш||ийприл ἀνώτατος, ὑψηλότατος:достигнуть \наивысшийего расцвета φθάνω στό ἀνώτατο σημείο ἀκμής. -
14 первостепенный
первостепенныйприл πρωτοβάθμιος, ἀνώτατος, ὑπέρτατος. -
15 ранг
рангм ὁ βαθμός, τό ἀξίωμα:высший \ранг ὁ ἀνώτατος βαθμός, τό ἀνώτατο ἀξίωμα· капита́н 1-го \ранга ὁ πλοίαρχος· капитан 2-го \ранга ὁ ἀντιπλοίαρχος· капита́н 3-го \ранга ὁ πλωτάρχης. -
16 sovereign
-
17 supreme
[su'pri:m]1) (the highest, greatest, or most powerful: the supreme ruler.) ανώτατος, ύπατος2) (the greatest possible: an act of supreme courage.) υπέρτατος, ύψιστος•- supremacy
- the Supreme Court -
18 наивысший
[ναιβύσσυΐ] εκ. ανώτατος -
19 наивысший
[ναιβύσσυϊ] επ ανώτατος -
20 верховный
επ.ανώτατος•-ая власть η ανώτατη εξουσία•
верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•
верховный совет το Ανώτατο Συμβούλιο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνώτατος — topmost masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώτατος — η, ο (Α ἀνώτατος, η, ον) ανώτερος όλων, υπέρτατος, ύψιστος … Dictionary of Greek
ανώτατος — η, ο ο πάνω από όλους, αυτός που υπερέχει: Ήταν ανώτατος κρατικός υπάλληλος· (υπερθετικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς θετικό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… … Dictionary of Greek
κουροπαλάτης — Ανώτατος αυλικός αξιωματούχος στην περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επιφορτισμένος με τη διεύθυνση του παλατιού. Η λέξη προήλθε έπειτα από σύντμηση του λατινικού curator palatii, που αναφερόταν σε ρωμαϊκό αξίωμα. Ο κ. αναλάμβανε την εξουσία… … Dictionary of Greek
ἀνωτάτων — ἀνώτατος topmost fem gen pl ἀνώτατος topmost masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώτατον — ἀνώτατος topmost masc acc sg ἀνώτατος topmost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομάρχης — Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα… … Dictionary of Greek
σφραγιδοφύλακας — Ανώτατος κρατικός υπάλληλος, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της μεγάλης σφραγίδας του Κράτους. Το αξίωμα αυτό δημιουργήθηκε από πολύ παλιά στην Αγγλία, όπου ο λόρδος καγκελλάριος τηρούσε τη μεγάλη σφραγίδα του Κράτους, με την οποία… … Dictionary of Greek
Πετεφρής — Ανώτατος αξιωματούχος στη βασιλική Αυλή της αρχαίας Αιγύπτου.Ο Π. πήρε στην υπηρεσία του τον Ιωσήφ, όταν τα αδέλφια του τον πούλησαν στην Αίγυπτο ως δούλο. Στη μετάφραση των O΄ ο Π. αναφέρεται ως αρχιμάγειρας, πολλοί όμως νεότεροι τον αναφέρουν… … Dictionary of Greek
Σαδόκ — Ανώτατος Ιουδαίος αρχιερέας της εποχής του Δαβίδ και του Σολομώντα απόγονος του Ααρών από τον οίκο του Ελεάζαρ. Παράλληλα μ’ αυτόν αρχιεράτευε στα χρόνια του Δαβίδ και ο Αβιάθαρ, ο οποίος όπως φαίνεται είχε μοιράσει με εκείνον τις διακονίες. Κατά … Dictionary of Greek