-
1 αντιστρέφω
[андистрэфо] р. переворачивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντιστρέφω
-
2 перемагничивание
η αντιστροφή του μαγνητισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перемагничивание
-
3 реверсирование
тех. η αναστροφή, η αντιστροφή, η αναπόδοση-ть αντιστρέφω, αναστρέφωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реверсирование
-
4 ворошить
-шу, -шишьρ.δ.μ.αντιστρέφω, μεταγυρίζω, αναστρέφω•ворошить сено αναστρέφω το χόρτο.
περιφέρομαι, γυροβολω• περιί-πταμαι•над головой -лась птица πάνω από το κεφάλι φτερούγιζε το πουλάκι" в навозе -лись жуки στην κόπρο γυροβολούσαν κοπρώνες (έντομα κολεόπτερα).
-
5 заворошить(ся)
ρ.σ. αρχίζω να αντιστρέφω κλπ. ρ. βλ. ворошить(ся). -
6 отвернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отврнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. ξεστρίβω, ζεσφίγγω•отвернуть гайку ξεστρίβω τη βίδα (ξεβιδώνω).
|| αντιστρέφω, αναστρέφω ανοίγω•отвернуть кран ανοίγω την κάνουλα•
отвернуть замок у ружья ανοίγω το κλείστρο του όπλου.
2. (απλ.) σπάζω• κόβω αποσπώ•отвернуть кукле голову (στρίβοντας) κόβω το κεφάλι της κούκλας.
3. αναδιπλώνω, ανακάμπτω, ανασηκώνω.4. αποστρέφω•отвернуть лицо от зрелища αποστρέφω το πρόσωπο από το θέαμα.
|| αλλάζω κατεύθυνση, πορεία, στρίβω. || (για ποτάμι, δρόμο) στρίβω, κάνω στροφή.1. ξεστρίβω,.-ομαι, ξεσφίγγω, ξεβιδώνομαι. || ανοίγω, -ομαι, ξεσφίγγω, -ομαι, αναστρέφομαι, αντιστρέφομαι•кран -лся η κάνουλα άνοιξε.
2. αναδιπλώνομαι, ανακάμπτομαι, ανασηκώνομαι.3. αποστρέφομαι, γυρίζω το πρόσωπο αλλού. || αποστρέφομαι, δεν κάνω παρέα, δε συναναστρέφομαι. -
7 отворотить
-рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвороченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. μετακινώ, παραμερίζω•отворотить камень μετακινώ την πέτρα.
2. στρέφω, αποστρέφω, γυρίζω•отворотить лицо αποστρέφω το πρόσωπο.
|| αποτρέπω, προλαβαίνω, αποσοβώ.(απλ.) αναστρέφω, γυρίζω ανάποδα, αντιστρέφω. || ξεσφίγγω ανοίγωβλ. отвернуться. -
8 перевернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.4. αναστατώνω ψυχικά.εκφρ.перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.1. αναστρέφομαι, γυρίζω•перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.
|| ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.εκφρ.души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•-тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου). -
9 поворошить
ρ.σ.μ. αντιστρέφω, αναστρέφω, μεταγυρίζω λίγο.
См. также в других словарях:
ἀντιστρέφω — turn to the opposite side pres subj act 1st sg ἀντιστρέφω turn to the opposite side pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστρέφω — αντιστρέφω, αντέστρεψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιστρέφω — (Α ἀντιστρέφω) αλλάζω διεύθυνση, διάταξη ή σχέση σε κάτι αρχ. 1. στρέφω κάτι προς το αντίθετο μέρος 2. στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω μεταβολή 3. στρέφω το επιχείρημα κάποιου εναντίον του 4. (για όρους συλλογισμού) αλλάζω θέση 5. αρμόζω… … Dictionary of Greek
αντιστρέφω — ίστρεψα, άφηκα, ιστραμμένος, μτβ. 1. γυρίζω ανάποδα: Το κλάσμα αντιστράφηκε (ο αριθμητής έγινε παρονομαστής και ο παρονομαστής αριθμητής). 2. μετατρέπω κάτι από μια μορφή ή κατάσταση σε άλλη: Οι περισσότερες κρίσεις μπορούν να αντιστραφούν χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντεστραμμένα — ἀντιστρέφω turn to the opposite side perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀντεστραμμένᾱ , ἀντιστρέφω turn to the opposite side perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀντεστραμμένᾱ , ἀντιστρέφω turn to the opposite side perf part mp fem nom/voc sg (doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρέφῃ — ἀντιστρέφω turn to the opposite side pres subj mp 2nd sg ἀντιστρέφω turn to the opposite side pres ind mp 2nd sg ἀντιστρέφω turn to the opposite side pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρέψει — ἀντιστρέφω turn to the opposite side aor subj act 3rd sg (epic) ἀντιστρέφω turn to the opposite side fut ind mid 2nd sg ἀντιστρέφω turn to the opposite side fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρέψουσι — ἀντιστρέφω turn to the opposite side aor subj act 3rd pl (epic) ἀντιστρέφω turn to the opposite side fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντιστρέφω turn to the opposite side fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρέψουσιν — ἀντιστρέφω turn to the opposite side aor subj act 3rd pl (epic) ἀντιστρέφω turn to the opposite side fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντιστρέφω turn to the opposite side fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρέψω — ἀντιστρέφω turn to the opposite side aor subj act 1st sg ἀντιστρέφω turn to the opposite side fut ind act 1st sg ἀντιστρέφω turn to the opposite side aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρέψῃ — ἀντιστρέφω turn to the opposite side aor subj mid 2nd sg ἀντιστρέφω turn to the opposite side aor subj act 3rd sg ἀντιστρέφω turn to the opposite side fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)