-
1 αντιμετωπίζω
μετ.1) встречать лицом к лицу; противостоять; противоборствовать; давать отпор;αντιμετωπίζω τον εχθρό — давать отпор врагу;
αντιμετωπίζω δυσκολίες — встречаться с трудностями;
αντιμετωπίζω τίς δυσκολίες — бороться с трудностями;
2) подходить, относиться (к чему-л.);§ αντιμετωπίζω ψύχραιμα την κατάσταση — держаться хладнокровно
-
2 αντιμετωπίζω
[андимэтопизо] ρ (μεταφ) встречать лицом χ лицу. -
3 αντιμετωπίζω
1) confront2) face3) tackleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αντιμετωπίζω
-
4 κίνδυνος
ο1) опасность; угроза опасности;θανάσιμος κίνδυνος — смертельная опасность;
έξοδος κίνδύνου — запасной выход;
σήμα-τα κίνδύνου — сигнал SOS;
κίνδυνος του ατομικού πολέμου — опасность атомной войны;
διατρέχω κίνδυνο — подвергаться опасности;
αντιμετωπίζω κατάματα τον κίνδυνο — смотреть опасности в глаза;
κίνδυνος θάνατος! — берегись, смертельная опасность!;
2) риск;με κίνδυνο της ζωής — с риском для жизни;
§ κρούω τον κώδωνα τού κίνδύνου — бить в набат, предупреждать об опасности
-
5 πρόσωπο(ν)
τό1) лицо;ωραίο πρόσωπο(ν) — красивое лицо;
τα χαρακτηριστικά τού προσώπου черты лица;2) лицо, личность, человек, персона;νομικό πρόσωπο(ν) — юридическое лицо;
υψηλό πρόσωπ
высокопоставленная особа;ύποπτο πρόσωπο(ν) — подозрительная личность;
σπουδαίο πρόσωπο(ν) — важное лицо;
επίσημο πρόσωπο(ν) — официальное лицо;
δυό πρόσωπα — два человека, двое;
γιά δυό πρόσωπα — на двоих, на два лица;
3) лицевая сторона, фасад (здания);4) театр, действующее лицо, персонаж; роль;κύριον πρόσωπο(ν) — главное действующее лицо;
παίζω το πρόσωπο(ν) τού Οίδίποδος — играть роль Эдипа;
5) лик (святого);6) грам, лицо;§ εξαλείφω ( — или εξαφανίζω) απ' το πρόσωπο(ν) της γης — стереть с лица земли;
δεν 2χω πρόσωπο(ν) να βγω στον κόσμο — стыдиться, не решаться показываться людям на глаза;
δεν είδα θεού πρόσωπο — всё выходило мне боком;
κατά πρόσωπο(ν) — прямо в лицо;
του τα έψαλα κατά πρόσωπο(ν) — я ему сказал это прямо в лицо;
αντιμετωπίζω τον κίνδυνο κατά πρόσωπο(ν) — смотреть в лицо опасности;
ανεξάρτητα από πρόσωπα — невзирая на лица
-
6 πρόσωπο(ν)
τό1) лицо;ωραίο πρόσωπο(ν) — красивое лицо;
τα χαρακτηριστικά τού προσώπου черты лица;2) лицо, личность, человек, персона;νομικό πρόσωπο(ν) — юридическое лицо;
υψηλό πρόσωπ
высокопоставленная особа;ύποπτο πρόσωπο(ν) — подозрительная личность;
σπουδαίο πρόσωπο(ν) — важное лицо;
επίσημο πρόσωπο(ν) — официальное лицо;
δυό πρόσωπα — два человека, двое;
γιά δυό πρόσωπα — на двоих, на два лица;
3) лицевая сторона, фасад (здания);4) театр, действующее лицо, персонаж; роль;κύριον πρόσωπο(ν) — главное действующее лицо;
παίζω το πρόσωπο(ν) τού Οίδίποδος — играть роль Эдипа;
5) лик (святого);6) грам, лицо;§ εξαλείφω ( — или εξαφανίζω) απ' το πρόσωπο(ν) της γης — стереть с лица земли;
δεν 2χω πρόσωπο(ν) να βγω στον κόσμο — стыдиться, не решаться показываться людям на глаза;
δεν είδα θεού πρόσωπο — всё выходило мне боком;
κατά πρόσωπο(ν) — прямо в лицо;
του τα έψαλα κατά πρόσωπο(ν) — я ему сказал это прямо в лицо;
αντιμετωπίζω τον κίνδυνο κατά πρόσωπο(ν) — смотреть в лицо опасности;
ανεξάρτητα από πρόσωπα — невзирая на лица
См. также в других словарях:
αντιμετωπίζω — αντιμετωπίζω, αντιμετώπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιμετωπίζω — (Μ ἀντιμετωπῶ, έω) στέκομαι αντιμέτωπος, αποκρούω κάποιον νεοελλ. 1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα 2. υπομένω θαρραλέα ή καρτερικά μια δύσκολη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμέτωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αντιμετωπίζω — ισα, ίστηκα, αποκρούω κάτι ή κάποιον, αντιπαλεύω: Τον τελευταίο καιρό αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαντώ — (AM ἀπαντῶ άω) [αντάω] 1. συναντώ 2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι αρχ. μσν. 1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη) 2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο) αρχ. 1. φθάνω σ έναν τόπο 2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αντιμετώπιση — η η πράξη του αντιμετωπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιμετωπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
αντεπεξέρχομαι — (Α ἀντεπεξέρχομαι) νεοελλ. ανταποκρίνομαι σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, αντιμετωπίζω με επιτυχία, τα βγάζω πέρα αρχ. αντεπιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι + επεξέρχομαι. Ο τ. ανταπεξέρχομαι με εξακολουθητική αφομοίωση του ε σε α ή από παρετυμολογική… … Dictionary of Greek
αντικοττώ — ( άω και έω) (Μ ἀντικοττῶ) εναντιώνομαι, ανθίσταμαι νεοελλ. 1. προσατενίζω, αντικρύζω, αντιμετωπίζω 2. ακτινοβολώ 3. αντηχώ 4. ερεθίζω 5. κατηγορώ μσν. συναγωνίζομαι μ επιτυχία … Dictionary of Greek
αντικρύζω — [αντίκρυ] 1. βρίσκομαι αντίκρυ 2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου 3. συναντώ 4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω 5. αντιλέγω, αυθαδιάζω 6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου») … Dictionary of Greek
αντιπαλαμώμαι — ἀντιπαλαμῶμαι ( άομαι) (Μ) αντιμετωπίζω με δολοπλοκίες τις δολοπλοκίες κάποιου άλλου … Dictionary of Greek
αντισούμαι — ἀντισοῡμαι ( όομαι) (Α) αντιμετωπίζω κάποιον με ίσους όρους … Dictionary of Greek