-
1 αντιδικώ
ἀντιδικέωto be an: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀντιδικέωto be an: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀντιδικέωto be an: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀντιδικέωto be an: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 ἀντιδικῶ
ἀντιδικέωto be an: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀντιδικέωto be an: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀντιδικέωto be an: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀντιδικέωto be an: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 αντιδίκω
-
4 ἀντιδίκῳ
-
5 αντιδικώ
(ε) αμετ.1) юр. участвовать в процессе, в тяжбе в качестве одной из сторон; 2) вести судебный процесс, тяжбу; 3) враждовать, быть противником -
6 ἀντιδίκῳ
[к] противникуΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀντιδίκῳ
-
7 ἔλεγχος [2]
ἔλεγχος, ὁ, Beweis, Beweismittel, bes. um Einen zu überführen, Etwas zu widerlegen; δεικνυμένων ἐλέγχων τῶνδε Eur. Her. 905; Hipp. 1337; οὗτος ὁ ἔλεγχος οὐδενὸς ἄξιός ἐστι πρὸς τὴν ἀλήϑειαν Plat. Gorg. 471 d; ἔλεγχον ἀρετῆς ἔδοσαν Andoc. 1, 150; οὔτ' εἰς ἔλεγχον χειρὸς οὐδ' ἔργου μολών Soph. O. C. 1297, wie sonst εἰς πεῖραν (Entscheidung durch Zweikampf); τὸ πρᾶγμα ἤδη τὸν ἔλεγχον δώσει, wird den Beweis geben, Dem. 4, 15; vgl. τοὺς ἐλέγχους ἀποδέχεσϑαι Lys. 19, 6, als gültig anerkennen. Dah. Widerlegung, τινός, Plat. Prot. 344 b; τάχ' ἂν ἔλεγχόν πη παραδοίη τῷ ἀντιδίκῳ, Gelegenheit zu widerlegen, Phaedr. 273 c. Vgl. noch Arist. anal. post. 2, 20. – Prüfung, Untersuchung, bes. vor Gericht, συνεπῃτιῶντο καὶ τὸν Θεμιστοκλέα, ὡς εὕρισκον ἐκ τῶν περὶ Παυ-σανίαν ἐλέγχων Thuc. 1, 135; ἔλεγχον ποιεῖν τινος, Ar. Ran. 786; ποιεῖσϑαι τῶν πεπραγμένων, Antiph. 1, 7; λαβεῖν τοῦ πράγματος, ibd. 12; ἔλεγχον δοῠναι περί τινος ist Is. 8, 10 βάσανος τῶν δούλων; übh. Etwas untersuchen, prüfen lassen, Rechenschaft geben, ἔλεγχον διδόναι τοῦ βίου Plat. Apol. 39 c; εἰς ἔλεγχον ἰὼν περὶ ὧν ἔγραψε phaedr. 278 c, vgl. Soph. 242 b; aber εἰς ἔλεγχον ἐξιών, Soph. Phil. 98, = um zu erfahren. – Bei Sp. auch = Verzeichniß, Register.
-
8 εὐνοέω
A to be well-inclined or favourable, c. dat.,τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι Hdt.7.237
; τινι S.Aj. 689, Lys.13.13, Ar.Nu. 1411, X.Oec.12.5, etc.;ὀμνύω.. εὐνοήσειν Καίσαρι OGI532.9
(Galatia, Aug.); be at peace with,Ev.Matt.
5.25: abs., Hdt.9.79; ὁ εὐνοῶν one's well-wisher, Arist.EE 1241a11:—[voice] Med., Phalar.Ep. 119:—[voice] Pass., to be kindly or affectionately treated, dub. l. in Men. 1087; ὑπὸ γυναικός Vett. Val.68.3; to be liked,ὑπὸ θεῶν καὶ ὑπὸ γυναικῶν Heph.Astr.1.1
. -
9 ἔλεγχος
ἔλεγχος, τό, Vorwurf, Schimpf; bes. schimpfliche Feigheit. Auch in der Anrede an Personen, ὦ πέπονες, κάκ' ἐλέγχε', Ἀχαιίδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί, feige Memmen--------------------------------ἔλεγχος, ὁ, Beweis, Beweismittel, bes. um einen zu überführen, etwas zu widerlegen; wie sonst εἰς πεῖραν (Entscheidung durch Zweikampf); τὸ πρᾶγμα ἤδη τὸν ἔλεγχον δώσει, wird den Beweis geben; τοὺς ἐλέγχους ἀποδέχεσϑαι, als gültig anerkennen. Dah. Widerlegung; τάχ' ἂν ἔλεγχόν πη παραδοίη τῷ ἀντιδίκῳ, Gelegenheit zu widerlegen. Prüfung, Untersuchung, bes. vor Gericht; übh. etwas untersuchen, prüfen lassen, Rechenschaft geben; um zu erfahren. Verzeichnis, Register -
10 εὐνοέω
εὐνοέω (s. next entry; Trag., Hdt. et al.; ins, pap, LXX) be well-disposed, make friends τινί to or with someone (Soph., Aj. 689 al.; Polyb. 3, 11, 7; Herodian 8, 8, 5; SIG 524, 17; 985, 23; 1268, 15; OGI 532, 9 [3 B.C.]; PRyl 153, 10; POxy 494, 9; Da 2:43; Jos., Bell. 4, 214, C. Ap. 1, 309; 2, 121) ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχύ make friends quickly with your opponent= settle the case quickly w. your plaintiff Mt 5:25 (εὔνοια appears in a comparable passage Plut., Mor. 489c; for the constr. cp. PHolm 5, 16 ἔστω κρεμάμενα=they are … to hang. B-D-F §353, 6; Rob. 375).—DELG s.v. νόος. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
αντιδικώ — αντιδικώ, αντιδίκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιδικώ — (Α ἀντιδικῶ, έω) [αντίδικος] 1. είμαι αντίδικος κάποιου σε δίκη 2. διαφωνώ, φιλονικώ με κάποιον αρχ. 1. ενάγω κάποιον, προσφεύγω στο δικαστήριο 2. οἱ ἀντιδικοῡντες οι αντίδικοι 3. υπερασπίζω τον εαυτό μου σε δίκη 4. έρχομαι σε αντιδικία με… … Dictionary of Greek
αντιδικώ — ησα, είμαι αντίδικος με κάποιον στο δικαστήριο: Χρόνια τώρα αντιδικούσαν και ξόδευαν στους δικηγόρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιδικῶ — ἀντιδικέω to be an pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀντιδικέω to be an pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀντιδικέω to be an pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀντιδικέω to be an pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκῳ — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεξετάζω — ἀντεξετάζω (Α) Ι. ενεργ. εξετάζω κάτι παραβάλλοντας το με κάτι άλλο, συγκρίνω II. ( ομαι) 1. μετριέμαι συγκρίνομαι με κάτι 2. έρχομαι σε αναμέτρηση με κάποιον 3. παρουσιάζομαι ως αντίδικος κάποιου, αντιδικώ … Dictionary of Greek
ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… … Dictionary of Greek
ξεσυνερίζομαι — 1. βρίσκομαι σε άμιλλα με κάποιον, συναγωνίζομαι κάποιον 2. δυσφορώ, ερεθίζομαι, συγχύζομαι με τα λεγόμενα ή με τις πράξεις κάποιου, τόν παίρνω στα σοβαρά, τόν λαμβάνω υπ όψιν («μην τόν ξεσυνερίζεσαι, δεν ξέρει τί λέει») 3. τρέφω κακία για… … Dictionary of Greek
συνερίζομαι — ΝΜΑ, και συνορίζομαι Ν, και ενεργ. τ. συνερίζω ΜΑ [ἐρίζω] νεοελλ. μέ ενοχλούν τα λόγια ή πράξεις κάποιου και διατίθεμαι εχθρικά εναντίον του («μή τόν συνερίζεσαι, είναι επιπόλαιος, δεν είναι κακός») μσν. αρχ. ερίζω, αντιδικώ με κάποιον … Dictionary of Greek
ανταγωνίζομαι — ίστηκα, αντιπαλεύω, αντιδικώ: Πολλά ελληνικά προϊόντα σήμερα ανταγωνίζονται τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)