-
1 αντεπεξερχομαι...
-
2 αντεπεξέρχομαι
-
3 ἀντεπεξέρχομαι
-
4 αντεπεξέρχομαι
(αόρ. αντεπεξήλθα) справляться (с кем-чемлибо);αντεπεξέρχομαι στίς δυσκολίες — справляться с трудностями;
δεν αντεπεξέρχομαι εις τα εξοδα μου — не укладываться в свой бюджет
-
5 ἀντεπεξέρχομαι
A = ἀντεπέξειμι, ib. 131, Aristid.1.149J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντεπεξέρχομαι
-
6 ἀντεπεξέρχομαι
ἀντ-επ-έξ-ειμι u. ἀντ-επ-εξ-ελαύνω u. ἀντ-επ-εξ-έρχομαι, gegen den anrückenden Feind ausrücken -
7 αντεπεξέρχομαι
1) cope2) manageΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αντεπεξέρχομαι
-
8 αντεπεξήλθε
-
9 ἀντεπεξῆλθε
-
10 αντεπεξήλθεν
-
11 ἀντεπεξῆλθεν
-
12 αντεπεξήλθον
-
13 ἀντεπεξῆλθον
-
14 αντεπεξελθόντων
-
15 ἀντεπεξελθόντων
-
16 αντεπεξελαυνω
-
17 αντεπεξελθείν
-
18 ἀντεπεξελθεῖν
-
19 αντεπεξελθέτω
-
20 ἀντεπεξελθέτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αντεπεξέρχομαι — αντεπεξέρχομαι, αντεπεξήλθα βλ. πίν. 214 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀντεπεξέρχομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεπεξέρχομαι — (Α ἀντεπεξέρχομαι) νεοελλ. ανταποκρίνομαι σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, αντιμετωπίζω με επιτυχία, τα βγάζω πέρα αρχ. αντεπιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι + επεξέρχομαι. Ο τ. ανταπεξέρχομαι με εξακολουθητική αφομοίωση του ε σε α ή από παρετυμολογική… … Dictionary of Greek
αντεπεξέρχομαι — ήλθα, επαρκώ σε κάτι, ανταποκρίνομαι, τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω: Με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις καθημερινές ανάγκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντεπεξελθόντων — ἀντεπεξέρχομαι aor part act masc/neut gen pl ἀντεπεξέρχομαι aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξῆλθε — ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd sg ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξῆλθεν — ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd sg ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξῆλθον — ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 3rd pl ἀντεπεξέρχομαι aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξελθεῖν — ἀντεπεξέρχομαι aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξελθέτω — ἀντεπεξέρχομαι aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπεξελθόντας — ἀντεπεξέρχομαι aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)