-
1 ανταφιημι
взаимно отпускать; ронять в свою очередьἰδὼν δάκρυ καὐτὸς ἀνταφῆκα Eur. — увидя слезы, я и сам заплакал
-
2 ἀνταφίημι
ἀνταφίημι [φῐ],Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταφίημι
-
3 ἀνταφίημι
ἀντ-αφ-ίημι, dagegen loslassen, fallen lassen
См. также в других словарях:
ανταφίημι — ἀνταφίημι (Α) [αφίημι] 1. ρίχνω, πετώ κι εγώ κάτι 2. φρ. «δάκρυ ἀνταφίημι» δακρύζω και εγώ με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek