Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανταλλάσσω

  • 1 ανταλλάσσω

    [анталласо] р. менять, заменять,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανταλλάσσω

  • 2 ανταλλάσσω

    [ραζμιένιβατσα] ρ ανταλλάσσομαι

    Русско-эллинский словарь > ανταλλάσσω

  • 3 разменивать

    ανταλλάσσω, αλλάζω, (напр. деньги)χαλώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разменивать

  • 4 обменять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмнянный, βρ: -нян, -а, -о
    ανταλλάσσω, αλλάζω• διαμείβω κάνω ανταλλαγή, τράμπα•

    вещи на пщеницу ανταλλάσσω πράγματα με. σιτάρι.

    || αλλάζω τυχαία, άθελα.
    ανταλλάσσω• αλλάζω•

    обменять пленными ανταλλάσσω αιχμαλώτους•

    обменять книгами ανταλλάσσομε βιβλία•

    фотографиями ανταλλάσσομε φωτογραφίες•

    нотами ανταλλάσσομε διακοινώσεις•

    обменять опытом ανταλλάσσομε πείρα•

    обменять мнениями ανταλλάσσομε γνώμες•

    обменять поклонами αλληλούποκλινόμαστε•

    приветствиями ανταλλάσσομε χαιρετισμό, αλ-ληλοχαιρετιζόμαστε•

    обменять выстрелами ανταλλάσσομε πυροβολισμούς•

    обменять кольцами αλλάζομε δαχτυλίδια (αρραβωνιαζόμαστε)•

    обменять впечатлния-ми ανταλλάσσομε εντυπώσεις•

    обменять взглядами ανταλλάσσομε απόψεις.

    Большой русско-греческий словарь > обменять

  • 5 делить

    делю, делишь, ρ.δ.μ.
    1. μοιράζω, χωρίζω σε μέρη•

    делить имущество μοιράζω την περιουσία•

    делить поровну μοιράζω εξ ίσου•

    делить пополам μοιράζω στη μέση.

    2. διανέμω, διαμοιράζω. || μτφ. συμμετέχω, συμπονώ•

    она -ла с ними горе и радость αυτή μοιράζονταν μ’ αυτές τις πίκρες και τις χαρές.

    3. (μαθ.) διαιρώ.
    εκφρ.
    делить нечего – δεν ε’χομε να μοιράσομε (για να μαλώνομε)•
    делить шкуру неубитого медведя – τα ψάρια στη θάλασσα, το τηγάνι στη φωτιά.
    1. διαιρούμαι• διχάζομαι, χωρίζομαι, διχοτομούμαι• διακλαδίζομαι. || υποδιαιρούμαι•

    искусство -ится на школы η Τέχνη χωρίζεται σε σχολές.

    || χωρίζω, ζω χώρια•

    он с отцом -лся αυτός χώρισε από τον πατέρα του.

    2. αλληλομοιράζομαι•

    он делился с другом последней копейкой αυτός μοιράζονταν με το φίλο του και το τελευταίο καπίκι.

    3. ανταλλάσσω•

    делить опытом работы ανταλλάσσω την πείρα της δουλειάς•

    -знаниями ανταλλάσσω τις γνώσεις•

    делить впечатлениями λέμε τις εντυπώσεις μας.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > делить

  • 6 обмениваться

    обмениваться, обменяться ανταλλάσσω, ανταλλάζω
    * * *
    = обменяться
    ανταλλάσσω, ανταλλάζω

    Русско-греческий словарь > обмениваться

  • 7 рукопожатие

    рукопожатие с η χειραψία; обменяться \рукопожатиеями ανταλλάσσω χειραψία
    * * *
    с
    η χειραψία

    обменя́ться рукопожа́тиями — ανταλλάσσω χειραψία

    Русско-греческий словарь > рукопожатие

  • 8 перебрасыватьс

    перебрасывать||с
    я
    1. ἀνταλλάσσω, πετώ:
    \перебрасыватьсся словами ἀνταλλάσσω λίγα λόγια μέ κάποιον
    2. (распространяться\перебрасыватьс об эпидемии, огне и т. п.) μεταδίδομαι, ἐξαπλώνομαι, μεταφέρομαι·
    3. (перепрыгивать) πηδώ.

    Русско-новогреческий словарь > перебрасыватьс

  • 9 менять

    ρ.δ.μ.
    1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•

    менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.

    2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).
    3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•

    -бель αλλάζω τα εσώρουχα;

    4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•

    менять голос αλλάζω τη φωνή•

    менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•

    менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•

    менять религию αλλαξοπιστώ•

    -мнение αλλάζω γνώμη.

    αλλάζω• μεταβάλλομαι•

    давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•

    часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•

    моды -ются οι μόδες αλλάζουν•

    характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;

    εκφρ.
    менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς.

    Большой русско-греческий словарь > менять

  • 10 выменивать

    выменивать
    несов, выменять сов ἀνταλλάσσω, ἀνταλλάζω.

    Русско-новогреческий словарь > выменивать

  • 11 обменивать

    обмен||ивать
    несов ἀνταλλάσσω.

    Русско-новогреческий словарь > обменивать

  • 12 обмениваться

    обмен||иваться
    κάνω ἀνταλλαγή, ἀνταλλάσσω, ἀλλάζω (άμετ.):
    \обмениватьсяиваться письмами ἀνταλλάσσουμε ἐπιστολές· \обмениватьсяиваться приветствиями ἀνταλλάσσουμε χαιρετιστήρια.

    Русско-новогреческий словарь > обмениваться

  • 13 переглядываться

    переглядываться
    несов, переглянуться сов ἀνταλλάσσω ματιές, ἀλληλοκυττάζομαι, συνεννοοῦμαι μέ ματιές.

    Русско-новогреческий словарь > переглядываться

  • 14 перекидываться

    перекидывать||ся
    1. разг прям., перен:
    \перекидыватьсяся мячом παίζω τόπι· \перекидыватьсяся слова́ми ἀνταλλάσσω κουβέντες, κουβεντιάζω λίγο·
    2. (перейти на чью-л. сторону) περνῶ·
    3. (распространяться \перекидываться об огне) μεταδίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > перекидываться

  • 15 перемолвиться

    перемолвиться
    сов разг:
    \перемолвиться словом с кем-л. ἀνταλλάσσω δυό λέξεις μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > перемолвиться

  • 16 перестреливаться

    перестреливаться
    несов ἀνταλλάσσω πυροβολισμούς.

    Русско-новогреческий словарь > перестреливаться

  • 17 приветствие

    приве́тств||ие
    с ὁ χαιρετισμός / ἡ προσφώνηση (речь):
    ответить на \приветствиеис ἀνταποδίδω χαιρετισμό, ἀντιχαιρετώ / ἀντιπροσφωνώ (речью)· обратиться с \приветствиеием χαιρετίζω, προσφωνώ· обменяться \приветствиеиями ἀνταλλάσσω χαιρετιστήρια.

    Русско-новогреческий словарь > приветствие

  • 18 променивать

    променивать
    несов, променять сов ἀνταλλάσσω, ἀλλάσσω.

    Русско-новогреческий словарь > променивать

  • 19 разменивать

    разменивать
    несов ἀνταλλάσσω.

    Русско-новогреческий словарь > разменивать

  • 20 размениваться

    разменивать||ся
    ἀνταλλάσσομαι:
    \размениватьсяся фигурами шахм. ἀνταλλάσσω πιόνια· ◊ \размениватьсяся на мелочи, \размениватьсяся по мелочам ξοδεύω τόν καιρό μου σέ μικροδουλειές.

    Русско-новогреческий словарь > размениваться

См. также в других словарях:

  • ανταλλάσσω — ανταλλάσσω, αντάλλαξα βλ. πίν. 27 και πρβλ. ανταλλάζω Σημειώσεις: ανταλλάσσω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια αύξηση (αντήλλασσα, αντήλλαξα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανταλλάσσω — και ανταλλάζω άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, δίνω κάτι για άλλο που πήρα, κάνω αλλαξιά: Οι υπουργοί των δύο χωρών αντάλλαξαν τις σκέψεις τους για την κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανταλλάσσω — (AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω) κάνω ανταλλαγή αρχ. Ι. μέσ. 1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα 2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» τιμωρούμαι με θάνατο 3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου II. φρ. «τὴν εἰωθυῑαν… …   Dictionary of Greek

  • ἀνταλλάξει — ἀνταλλάσσω exchange aor subj act 3rd sg (epic) ἀνταλλάσσω exchange fut ind mid 2nd sg ἀνταλλάσσω exchange fut ind act 3rd sg ἀ̱νταλλάξει , ἀνταλλάσσω exchange futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱νταλλάξει , ἀνταλλάσσω exchange futperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταλλάξῃ — ἀνταλλάσσω exchange aor subj mid 2nd sg ἀνταλλάσσω exchange aor subj act 3rd sg ἀνταλλάσσω exchange fut ind mid 2nd sg ἀ̱νταλλάξῃ , ἀνταλλάσσω exchange futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱νταλλάξῃ , ἀνταλλάσσω exchange futperf ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταλλαξόμεθα — ἀνταλλάσσω exchange aor subj mid 1st pl (epic) ἀνταλλάσσω exchange fut ind mid 1st pl ἀ̱νταλλαξόμεθα , ἀνταλλάσσω exchange futperf ind mp 1st pl (doric aeolic) ἀνταλλάσσω exchange aor subj mid 1st pl (epic) ἀνταλλάσσω exchange fut ind mid 1st pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταλλάξασθε — ἀνταλλάσσω exchange aor imperat mid 2nd pl ἀ̱νταλλάξασθε , ἀνταλλάσσω exchange aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀνταλλάσσω exchange aor imperat mid 2nd pl ἀντᾱλλάξασθε , ἀνταλλάσσω exchange aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀνταλλάσσω exchange… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταλλάξατε — ἀνταλλάσσω exchange aor imperat act 2nd pl ἀ̱νταλλάξατε , ἀνταλλάσσω exchange aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀνταλλάσσω exchange aor imperat act 2nd pl ἀντᾱλλάξατε , ἀνταλλάσσω exchange aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀνταλλάσσω exchange… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταλλάξεται — ἀνταλλάσσω exchange aor subj mid 3rd sg (epic) ἀνταλλάσσω exchange fut ind mid 3rd sg ἀ̱νταλλάξεται , ἀνταλλάσσω exchange futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀνταλλάσσω exchange aor subj mid 3rd sg (epic) ἀνταλλάσσω exchange fut ind mid 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταλλάξομαι — ἀνταλλάσσω exchange aor subj mid 1st sg (epic) ἀνταλλάσσω exchange fut ind mid 1st sg ἀ̱νταλλάξομαι , ἀνταλλάσσω exchange futperf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἀνταλλάσσω exchange aor subj mid 1st sg (epic) ἀνταλλάσσω exchange fut ind mid 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταλλάσσῃ — ἀνταλλάσσω exchange pres subj mp 2nd sg ἀνταλλάσσω exchange pres ind mp 2nd sg ἀνταλλάσσω exchange pres subj act 3rd sg ἀνταλλάσσω exchange pres subj mp 2nd sg ἀνταλλάσσω exchange pres ind mp 2nd sg ἀνταλλάσσω exchange pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»