-
1 αντίθετος
[андитэтос] επ. противопоставленный, противоположный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντίθετος
-
2 обратный
αντίθετος, αντίστροφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обратный
-
3 противоположный
1. (противолежащий) αντικρυνός, αντίθετος, στους αντίποδες 2. (совершенно несходный) αντίθετος, ανόμοιοςдиаметрально - εκ διαμέτρου αντίθετος, διαμετρικώς αντίθετος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противоположный
-
4 противный
επ. (γραπ. λόγος).1. αντικρινός, ο απέναντι•дом стоял на -ом берегу το σπίτι ήταν στη απέναντι όχθη.
|| αντίθετος•-ое течение αντίθετο ρεύμα•
противный ветер αντίθετος άνεμος.
|| αντίπαλος, αντιμαχόμενος.2. ενάντιος, αντιτιθέμενος•-ое мнение αντίθετη γνώμη•
действие -ое закону πράξη παράνομη.
|| (με δοτ.) αντιφατικός, αντινομικός•противный совести αντίθετος προς τη συνείδηση,
3. ουσ. ουδ. -ое το ενάντιο, το αντίθετο•утверждать -ое υποστηρίζω το αντίθετο.
εκφρ.в -ом случае – σε ενάντια περίπτωση.επ.βλ. отвратительный. -
5 диаметрально
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диаметрально
-
6 ветер
ветер м ο άνεμος, ο αέρας встречный \ветер о αντίθετος άνεμος попутный \ветер о ούρι ος (или ευνοϊκός) άνεμος сегодня \ветер σήμερα κάνει αέρα* * *мο άνεμος, ο αέραςвстре́чный ве́тер — ο αντίθετος άνεμος
попу́тный ве́тер — ο ούριος ( или ευνοϊκός) άνεμος
сего́дня ве́тер — σήμερα κάνει αέρα
-
7 встречный
-
8 обратный
обратный αντίστροφος, αντίθετος· \обратный путь η επιστροφή, ο γυρισμός· \обратныйая сторона η ανάποδη· в \обратныйую сторону προς την αντίθετη κατεύθυνση* * *αντίστροφος, αντίθετοςобра́тный путь — η επιστροφή, ο γυρισμός
обра́тная сторона́ — η ανάποδη
в обра́тную сто́рону — προς την αντίθετη κατεύθυνση
-
9 встречный
встречный1. прил ἀντίθετος, ἐνάν-τιρς:\встречный ветер ὁ ἀντίθετος ἀνεμος· \встречный поезд (τό) διασταυρούμενο τραίνο, τό ἀντίθετο τραίνο· \встречный вопрос ἡ ἀντερώτη-ση· \встречный иск юр. ἡ ἀνταγωγή·2. м ὁ διαβάτης, ὁ περαστικός:первый \встречный ὁ πρώτος τυχών. -
10 диаметрально
диаметраль||нонареч:\диаметрально противоположный διαμετρικά ἀντίθετος, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος. -
11 противоположностьый
противоположность||ыйприл1. (противолежащий) ἀντικρυνός, ἀντίθετος, ἀντιμέτωπος:\противоположностьыйый берег ἡ ἀντικρυνή ὅχθη·2. (несходный) ἀντίθετος, ἀνόμοιος:у меня \противоположностьыйое мнение ἔχω ἀντίθετη γνώμη. -
12 встречный
επ.1. αντίθετος, αντιθετικός, ο κινούμενος αντίθετα προς εμάς•встречный поезд το αντίθετα ερχόμενο τραίνο•
встречный ветер αντίθετος άνεμος.
2. απαντητικός•-ое наступление αν-τεφόρμηση, αντεπίθεση•
встречный иск ανταγωγή.
ουσ. ο τυχών, ο λαχών.εκφρ.встречный план – η πάνω α-πο το πλάνο απόδοση•встречный и поперечный – όποιος λάχει (τύχει), οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε• όλοι ανεξαίρετα•первый встречный – ο πρώτος λαχών ή τυχών. -
13 полярный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноπολικός•-ые льды πολικοί πάγοι•
-ые острова πολικά νησιά.
(φυσ.) πολικός, της πόλωσης•-ые группы атомов πολικές ομάδες ατόμων.
|| μτφ. άκρος αντίθετος, διαμετρικά αντίθετος• αντιφρονών. -
14 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
15 встречный
1. (движущийся навстречу) αντίθετοςενάντιος2. (ответный) απαντητικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > встречный
-
16 оппозиционный
1. (противодействующий) αντίθετος, ενάντιος 2. (составляющий оппозицию) αντιπολιτευτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оппозиционный
-
17 утверждение
1. (установление, упрочение) η στερέωση, η εδραίωση 2. (принятие окончательного решения) η έγκριση, η επικύρωση, η βεβαίωση 3. (чего-л. в законном порядке, санкционирование чьего-л. назначения какого-л. постановления и т.п.) η έγκριση 4. (мысль, положение, высказывание, утверждающие либо доказывающие что-л.) о ισχυρισμόςη γνώμη, η σκέψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утверждение
-
18 противоположный
-
19 контрастный
контраст||ныйприл ἀντίθετος, διάφορος. -
20 левый
лев||ыйприл в разн. знач. ἀριστερός:\левыйая сторона (материи) ἡ ἀνάποδη, ἡ ἀντίθετος δψις· \левый борт τό ἀριστερό[ν] μέρος· фракция \левыйых ἡ φράξια (или ἡ παράταξη) τῶν ἀριστερών ◊ встать с \левыйой ноги ξυπνώ ἀνάποδα.
См. также в других словарях:
ἀντίθετος — opposed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίθετος — η, ο (Α ἀντίθετος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. αυτός που είναι τοποθετημένος αντίθετα προς κάποιον ή κάτι άλλο 2. ο αντιτιθέμενος σε κάτι ή κάποιον, εκείνος που έχει διαφορετική άποψη 3. ο αντίπαλος 4. φρ … Dictionary of Greek
αντίθετος — η, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στην απέναντι θέση, αντίπαλος: Οι δυο τους είχαν αντίθετα οικονομικά συμφέροντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιθέτως — ἀντίθετος opposed adverbial ἀντίθετος opposed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοιν — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοις — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοισι — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοισιν — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτου — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτους — ἀντίθετος opposed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτῳ — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)