-
1 αντιθετος
-
2 αντίθετος
η, ο [ος, ον ] 1. противоположный, противный;σε αντίθετη περίπτωση — в противном случае;
αντίθετη όψη τού ζητήματος — другая сторона вопроса;
2.1) (ο, η) противни|к, -ца; инакомыслящ|ий, -ая; 2) πλ. противники (политические) -
3 αντίθετος
[андитэтос] επ. противопоставленный, противоположный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντίθετος
-
4 αντίθετος
[андитэтос] επ противопоставленный, противоположный. -
5 αέρας
ο1) воздух; атмосфера;καθαρός αέραέρας — чистый, свежий воздух;
ρευστός αέρας физ. — жидкий воздух;
πεπιεσμένος αέρας — сжатый воздух;
ο αέρας γέμισε καπνό — воздух загрязнён дымом;
2) ветер;ευνοϊκός αέρας — попутный ветер;
ενάντιος ( — или αντίθετος) αέρας — встречный ветер;
3) климат;ο αέρας τού νησιού δεν τον ωφελεί — климат острова для него вреден;
4) осанка; манера держаться;αύτη έχει αέρα αρχοντιάς — у неё аристократическая манера держаться;
5) малость; чуть-чуть;τό φόρεμα θέλει έναν αέρα μακρύτερο — платье надо чуть-чуть удлинить;
6) тех (небольшой) зазор;7) уверенность, смелость в обращении;του λείπει ο αέρας — у него нет уверенности (в манере держаться);
8) проворство, сноровка, ловкость;πήρε τον αέρα της δουλείας — он освоился с работой;
9) развязность, наглость;μπήκε στο γραφείο με αέρα — он бесцеремонно вошёл в кабинет;
10) вознаграждение маклера или посредника;11) отступное;πήρε εκατό χιλιάδες αέρα — ему дали сто тысяч отступного;
12) право на надстройку здания; верх здания (годный для надстройки);αγόρασα τον αέρα — я купил право на надстройку здания;
13) вид (из окна);τό νέο κτίριο μας έκοψε τον αέρα — новое здание закрыло нам вид из окна;
§ λόγια τού αέρα — пустые слова;
αέρας φρέσκος ( — или каβουρδιστός) — пустые слова, пустые обещания;
έχω πολύν αέρα — воображать о себе;
παίρνω πολύν αέρα — наглеть; — становиться нахальным;
αέρα κοπανάω ( — или κοπανίζω) — а) заниматься бесполезным делом, толочь воду в ступе; — б) говорить на ветер, впустую;
πήρε ο νούς του αέρας — или πήραν τα μυαλά του αέρα — он возомнил о себе; — он зазнался;
τού'κοψα τον αέρα — я с него сбил спесь;
αυτός πηγαίνει πάντα κατά πού φυσάει ο αέρας прям., перен. — он всегда плывёт по течению;
στον αέρα — на ветер, напрасно, впустую;
αέρα! — а) воен, ура! (при атаке); — б) долой!, вон!, убирайся!
-
6 αντιθετικός
η, ό[ν]1) см. αντίθετος; 2) грам, противительный -
7 άντικρυς
επίρρ. всецело; совсем, совершенно;άντικρυς αντίθετος — совершенно противоположный, совсем другой, совсем непохожий
-
8 διάμετρος
См. также в других словарях:
ἀντίθετος — opposed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίθετος — η, ο (Α ἀντίθετος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. αυτός που είναι τοποθετημένος αντίθετα προς κάποιον ή κάτι άλλο 2. ο αντιτιθέμενος σε κάτι ή κάποιον, εκείνος που έχει διαφορετική άποψη 3. ο αντίπαλος 4. φρ … Dictionary of Greek
αντίθετος — η, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στην απέναντι θέση, αντίπαλος: Οι δυο τους είχαν αντίθετα οικονομικά συμφέροντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιθέτως — ἀντίθετος opposed adverbial ἀντίθετος opposed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοιν — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοις — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοισι — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοισιν — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτου — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτους — ἀντίθετος opposed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτῳ — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)