-
1 ανιστόρητος
-
2 ἀνιστόρητος
-
3 ανιστορητος
21) неосведомленный, незнакомый(περί τινος Polyb.)
2) не упомянутый (в летописях), неизвестный(τοῖς παλαιοῖς Plut.)
-
4 ανιστόρητος
η, ο [ος, ον ]1) не знающий истории; 2) неописуемый, непередаваемый; 3) не упомянутый в истории; неописанный; 4) неразрисованный, нерасписанный (о стенах церкви и т. п.) -
5 ἀνιστόρητος
ἀνιστόρ-ητος, ον,A ignorant of history, uninformed, περί τινος Plb.12.3.2;τινός Phld.Rh.1.188S.
, Arr.Epict.1.6.23, cf. D. Chr.12.59. Adv.-τως, ἔχειν τινός Plu.Demetr.1
.II uninvestigated, Ph.Bel.78.36; unrecorded, Phld.Mus.p.28K., Plu.2.731c; χώρα, ἰδέαι ὀρνέων, Agatharch.58,84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνιστόρητος
-
6 ἀνιστόρητος
ἀν-ιστόρητος, (1) nicht erwähnt in der Geschichte, unbekannt (2) der Geschichte unkundig, etwas nicht wissend; der etwas nicht erforscht hat -
7 ανιστορήτως
ἀνιστόρητοςignorant of history: adverbialἀνιστόρητοςignorant of history: masc /fem acc pl (doric) -
8 ἀνιστορήτως
ἀνιστόρητοςignorant of history: adverbialἀνιστόρητοςignorant of history: masc /fem acc pl (doric) -
9 ανιστόρητον
ἀνιστόρητοςignorant of history: masc /fem acc sgἀνιστόρητοςignorant of history: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀνιστόρητον
ἀνιστόρητοςignorant of history: masc /fem acc sgἀνιστόρητοςignorant of history: neut nom /voc /acc sg -
11 ανιστορήτοις
-
12 ἀνιστορήτοις
-
13 ανιστορήτου
-
14 ἀνιστορήτου
-
15 ανιστορήτους
-
16 ἀνιστορήτους
-
17 ανιστορήτων
ἀνιστόρητοςignorant of history: masc /fem /neut gen plἀνιστορέωmake inquiry into: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)ἀνιστορέωmake inquiry into: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)ἀνιστορέωmake inquiry into: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)ἀνιστορέωmake inquiry into: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) -
18 ἀνιστορήτων
ἀνιστόρητοςignorant of history: masc /fem /neut gen plἀνιστορέωmake inquiry into: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)ἀνιστορέωmake inquiry into: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)ἀνιστορέωmake inquiry into: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)ἀνιστορέωmake inquiry into: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) -
19 ανιστόρητα
-
20 ἀνιστόρητα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνιστόρητος — ignorant of history masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιστόρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξέρει ιστορία: Οι απόψεις του συγγραφέα για την αλεξανδρινή εποχή δείχνουν πως αυτός είναι ανιστόρητος. 2. αυτός που δεν είναι ιστορημένος, ζωγραφισμένος: Ο ναός αυτός φαίνεται ότι τελικά έμεινε ανιστόρητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek
ἀνιστορήτως — ἀνιστόρητος ignorant of history adverbial ἀνιστόρητος ignorant of history masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιστόρητον — ἀνιστόρητος ignorant of history masc/fem acc sg ἀνιστόρητος ignorant of history neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιστορήτοις — ἀνιστόρητος ignorant of history masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιστορήτου — ἀνιστόρητος ignorant of history masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιστορήτους — ἀνιστόρητος ignorant of history masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιστορήτων — ἀνιστόρητος ignorant of history masc/fem/neut gen pl ἀνιστορέω make inquiry into pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀνιστορέω make inquiry into pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) ἀνιστορέω make inquiry into pres imperat act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιστόρητα — ἀνιστόρητος ignorant of history neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιστόρητοι — ἀνιστόρητος ignorant of history masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)