-
1 ανιστορήτου
-
2 ἀνιστορήτου
См. также в других словарях:
ἀνιστορήτου — ἀνιστόρητος ignorant of history masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανιστορήτου
2 ἀνιστορήτου
ἀνιστορήτου — ἀνιστόρητος ignorant of history masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)