-
1 αναστατώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) переворачивать всё вверх дном, приводить в беспорядок; 2) вызывать суматоху; поднимать на ноги; 3) будоражить, тревожить; возмущать -
2 αναστατώνω
[анастатоно] ρ приводить в беспорядок, тревожить. -
3 αναστατώνω
1) affoler2) bouleverser -
4 αναστατώνω
przewracać czas. -
5 αναστατώνω
1) převrátit2) rozrušit3) vzrušit4) znepokojit -
6 αναστατώνω
upsetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αναστατώνω
См. также в других словарях:
αναστατώνω — αναστατώνω, αναστάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναστατώνω — (AM ἀναστατῶ όω) κάνω άνω κάτω, προκαλώ αταξία, ταράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάστατος. ΠΑΡ. αναστάτωσις] … Dictionary of Greek
αναστατώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω κάτι άνω κάτω: Για να φιλοξενήσει τους φίλους του αναστάτωσε το σπίτι. 2. προξενώ μεγάλη ψυχική ταραχή: Αναστατώθηκαν από την είδηση ότι δε θα χουν πια παπά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
αναστάτωση — η (Α ἀναστάτωσις) η πράξη και το αποτέλεσμα του αναστατώνω, αναταραχή, αναστάτωμα αρχ. ερήμωση, καταστροφή … Dictionary of Greek
ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι … Dictionary of Greek
διαχέω — (ΑΝ) και διαχύνω (ΜΝ) χύνω σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζω αρχ. μσν. είμαι έκλυτος, ακόλαστος μσν. καταπατώ συμφωνία αρχ. 1. διαμελίζω 2. διασκορπίζω 3. λειώνω, ρευστοποιώ 4. συγχέω, αναστατώνω 5. παθ. χύνομαι από ένα δοχείο σε άλλο 6.… … Dictionary of Greek
δυσωπώ — δυσωπῶ ( έω) (AM) 1. παρακαλώ επίμονα και πειστικά κάποιον 2. μέσ. φοβάμαι, ταράσσομαι 3. παθ. υποκύπτω σε παρακλήσεις μσν. 1. φοβίζω, αναστατώνω 2. σέβομαι 3. λυπάμαι, ευσπλαγχνίζομαι αρχ. 1. γίνομαι ενοχλητικός, παρακαλώ επίμονα 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
εξαναστατώ — ἐξαναστατῶ, έω (AM) μσν. αναστατώνω, προξενώ αναστάτωση ή σύγχυση αρχ. εξεγείρομαι, εξανίσταμαι … Dictionary of Greek
εξοικίζω — (AM ἐξοικίζω) 1. διώχνω, ξεσπιτώνω 2. ερημώνω μσν. αναστατώνω, ξεσηκώνω αρχ. 1. εξορίζω 2. παθ. μεταναστεύω («ἀροῡδοι γὰρ ἐχθές εἰσιν ἐξωκισμένοι», Αριστοφ.) 3. εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικίζω (< οίκος)] … Dictionary of Greek