-
1 vzrušit
αναστατώνω -
2 znepokojit
αναστατώνω -
3 смутить
смущу, смутишьκ. παλ. смучу, смутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смущнный, βρ: -щн, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. παλ. θολώνω•смутить пруд θολώνω τη δεξαμενή.
2. προκαλώ ταραχές, αναστατώνω. || βάζω σε γκρίνιες• σπέρνω διχόνοιες.3. διαταράσσω•смутить покой διαταράσσω την ησυχία•
смутить душу διαταράσσω την ψυχική γαλήνη.
4. βλ. прельстить.5. προκαλώ σύγχυση, αναστάτωση, αναστατώνω. || συγχύζομαι, εκλαμβάνω άλλο αντ άλλου.1. θολώνομαι.2. ξεσηκώνομαι, ξεσπώ (για ταραχές).3. ταράσσομαι• συγχύζομαι• αναστατώνομαι. || αμφιταλαντεύομαι• αμφιβάλλω. -
4 будоражить
будоражитьнесов разг ἀναστατώνω, σηκώνω στό πόδι/ ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ (беспокоить)Ι ξυπνῶ, διεγείρω (возбуждать). -
5 взбудораживать
взбудораживатьнесов, взбудоражить сов ταράζω, ἀναστατώνω, ξεσηκώνω. -
6 взорвать
взорва||тьсов ί. см. взрывать Γ2. перен (возмутить кого-л.) ἀγανακτώ κάποιον, ἐξερεθίζω, ἀναστατώνω, ἐξοργίζω:меня \взорватьло от возмущения ἐγινα ἔξω φρενών ἀπό τήν ἀγανάκτηση. -
7 волновать
волноватьнесов1. (водную поверхность) ταράζω·2. перен συγκινώ/ ἀνησυχώ, ἀναστατώνω (тревожить, беспокоить):\волновать умы ἐξάπτω (или διεγείρω) τά πνεύματα \волноваться1. ταράζομαι (о море, о толпе)/ κυματίζω (о ниве)·2. перен (тревожиться) ἀνησυχώ, ἀναστατώνομαι, ταράζομαι. -
8 всполошить
всполошитьсов разг ἀναστατώνω, τρομάζω, σηκώνω στό ποδάρι. -
9 встревожить
встревожитьсов ἀνησυχῶ κάποιον, ἀναστατώνω, ταράζω. -
10 мутить
мут||и́тьнесов1. θολώνω·2. перен (делать неясным) θολώνω, σκοτίζω:гнев \мутитьит рассудок ὁ θυμός σκοτίζει τό λογικό·3. (подстрекать) разг ἀναστατώνω, ταράζω τά πνεύματα, διεγείρω·4. безл (тошнить):меня \мутитьит αίσθάνομαι ἀναγοῦλες, ἔχω τάσιν πρός ἐμετόν. -
11 переполошить
переполошитьсов разг θορυβώ, ἀναστατώνω, σηκώνω στό ποδάρι. -
12 растревожить
растревожитьсов1. βάζω σέ ἀνησυχία, ἀνησυχώ (μετ.), ἀναστατώνω·2. прям., перен (причинить боль) разг ξύνω πα-ληά πληγή. -
13 confuse
[kən'fju:z]1) (to put in disorder: He confused the arrangements by arriving late.) αναστατώνω2) (to mix up in one's mind: I always confuse John and his twin brother.) μπερδεύω, συγχέω3) (to make puzzled: He completely confused me by his questions.) μπερδεύω, σαστίζω•- confused- confusedly
- confusion -
14 disarrange
[disə'rein‹](to throw out of order; to make untidy: The strong wind had disarranged her hair.) αναστατώνω,ανακατώνω -
15 disquiet
-
16 disrupt
(to break up or put into a state of disorder: Rioters disrupted the meeting; Traffic was disrupted by floods.) διαταράσσω,αναστατώνω- disruptive -
17 distress
[di'stres] 1. noun1) (great sorrow, trouble or pain: She was in great distress over his disappearance; Is your leg causing you any distress?; The loss of all their money left the family in acute distress.) θλίψη,δύσκολη θέση,πόνος,δυσφορία2) (a cause of sorrow: My inability to draw has always been a distress to me.) δυστυχία2. verb(to cause pain or sorrow to: I'm distressed by your lack of interest.) φλίβω,αναστατώνω- distressingly -
18 disturb
[di'stə:b]1) (to interrupt or take attention away from: I'm sorry, am I disturbing you?) ενοχλώ2) (to worry or make anxious: This news has disturbed me very much.) θορυβώ3) (to stir up or throw into confusion: A violent storm disturbed the surface of the lake.) αναστατώνω• -
19 mess up
(to spoil; to make a mess of: Don't mess the room up!) χαλώ,λερώνω,αναστατώνω -
20 perturb
[pə'tə:b](to make (someone) worried or anxious: His threats didn't perturb her in the least.) αναστατώνω
См. также в других словарях:
αναστατώνω — αναστατώνω, αναστάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναστατώνω — (AM ἀναστατῶ όω) κάνω άνω κάτω, προκαλώ αταξία, ταράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάστατος. ΠΑΡ. αναστάτωσις] … Dictionary of Greek
αναστατώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω κάτι άνω κάτω: Για να φιλοξενήσει τους φίλους του αναστάτωσε το σπίτι. 2. προξενώ μεγάλη ψυχική ταραχή: Αναστατώθηκαν από την είδηση ότι δε θα χουν πια παπά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
αναστάτωση — η (Α ἀναστάτωσις) η πράξη και το αποτέλεσμα του αναστατώνω, αναταραχή, αναστάτωμα αρχ. ερήμωση, καταστροφή … Dictionary of Greek
ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι … Dictionary of Greek
διαχέω — (ΑΝ) και διαχύνω (ΜΝ) χύνω σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζω αρχ. μσν. είμαι έκλυτος, ακόλαστος μσν. καταπατώ συμφωνία αρχ. 1. διαμελίζω 2. διασκορπίζω 3. λειώνω, ρευστοποιώ 4. συγχέω, αναστατώνω 5. παθ. χύνομαι από ένα δοχείο σε άλλο 6.… … Dictionary of Greek
δυσωπώ — δυσωπῶ ( έω) (AM) 1. παρακαλώ επίμονα και πειστικά κάποιον 2. μέσ. φοβάμαι, ταράσσομαι 3. παθ. υποκύπτω σε παρακλήσεις μσν. 1. φοβίζω, αναστατώνω 2. σέβομαι 3. λυπάμαι, ευσπλαγχνίζομαι αρχ. 1. γίνομαι ενοχλητικός, παρακαλώ επίμονα 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
εξαναστατώ — ἐξαναστατῶ, έω (AM) μσν. αναστατώνω, προξενώ αναστάτωση ή σύγχυση αρχ. εξεγείρομαι, εξανίσταμαι … Dictionary of Greek
εξοικίζω — (AM ἐξοικίζω) 1. διώχνω, ξεσπιτώνω 2. ερημώνω μσν. αναστατώνω, ξεσηκώνω αρχ. 1. εξορίζω 2. παθ. μεταναστεύω («ἀροῡδοι γὰρ ἐχθές εἰσιν ἐξωκισμένοι», Αριστοφ.) 3. εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικίζω (< οίκος)] … Dictionary of Greek