Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αναρτώ

  • 1 αναρτώ

    (α) μετ. вешать; подвешивать;

    § αναρτήσατε! воен.на плечо! (команда)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναρτώ

  • 2 αναρτώ

    penjar

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > αναρτώ

  • 3 αναρτώ

    виcи

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αναρτώ

  • 4 подвешивать

    αναρτώ, κρεμώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подвешивать

  • 5 вывесить

    -ешу, -есишь, προστκ. вывеси κ. вывесь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывешенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρεμώ, αναρτώ•

    вывесить флажки αναρτώ σημαιούλες•

    вывесить бельё κρεμώ τα ρούχα (για στέγνωμα).

    2. τοιχοκολλώ• αναρτώ•

    приказ, объявление, списки τοιχοκολλώ διάταγμα, ανακοίνωση, καταλόγους.

    (γραμμ. στοιχεία βλ. вывесить 1)
    ρ.σ.μ.
    ζυγίζω•

    вывесить тару ζυγίζω την τάρα•

    вывесить гири ελέγχω τα σταθμά.

    || ελέγχω, κανονίζω, ταιριάζω τη ζυγαριά.

    Большой русско-греческий словарь > вывесить

  • 6 вывесить

    вывесить κρεμνώ, αναρτώ τοιχοκολλώ (объявление)' \вывесить флаги κρεμώ σημαίες
    * * *
    κρεμνώ, αναρτώ; τοιχοκολλώ ( объявление)

    вы́весить фла́ги — κρεμώ σημαίες

    Русско-греческий словарь > вывесить

  • 7 вешать

    вешать
    несов
    1. κρεμώ, ἀναρτῶ, κρεμνώ:
    \вешать картины κρεμώ (или ἀναρτῶ) πίνακες·
    2. (белье) ἀπλώνω·
    3. (казнить) ἀπαγχονίζω, κρεμώ·
    4. (взвешивать) ζυγίζω, ζυγιάζω· ◊ \вешать голову ἀποθαρρύνομαι, τά βάζω κάτω.

    Русско-новогреческий словарь > вешать

  • 8 развешивать

    развешивать
    несов
    1. (на весах) ζυγίζω, ζυγιάζω·
    2. (вешать) κρεμ(ν)ῶ, ἀναρτώ, ἀπλώνω; \развешивать картины κρεμνώ (или ἀναρτώ) πίνακες· \развешивать белье ἀπλώνω ροῦχα.

    Русско-новогреческий словарь > развешивать

  • 9 навешивать

    κρεμώ, βάζω, αναρτώ
    - дверь περνώ την πόρτα/θύρα στους με-ντεσέδες.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навешивать

  • 10 вывешивать

    вывешивать
    несов (вешать) ἀναρτώ, κρεμώ, κρεμνώ/ τοιχοκολλώ (приказ, объявление и т. п.):
    \вывешивать флаг ὑψώνω τή σημαία.

    Русско-новогреческий словарь > вывешивать

  • 11 навешивать

    навешивать I
    несов
    1. (повесить) κρεμῶ, βάζω, ἀναρτῶ· 2.:
    \навешивать дверь περνώ τήν πόρτα στους μεντεσέδες.
    навешивать II
    несов (взвешивать) ζυγίζω (μετ.) (σέ μεγάλη ποσότητα).

    Русско-новогреческий словарь > навешивать

  • 12 подвешивать

    подвешивать
    несов (ἀνα)κρεμῶ, ἀναρτώ.

    Русско-новогреческий словарь > подвешивать

  • 13 увешать

    увешать
    сов, увешивать несет. κρεμώ, ἀναρτώ/ σκεπάζω (покрыть)! στολίζω (украсить):
    \увешать сте́ны картинами γεμίζω τόν τοίχο μέ είκόνες ζωγραφικής.

    Русско-новогреческий словарь > увешать

  • 14 mount

    1. verb
    1) (to get or climb up (on or on to): He mounted the platform; She mounted (the horse) and rode off.) ανεβαίνω(σε),σκαρφαλώνω/καβαλικεύω
    2) (to rise in level: Prices are mounting steeply.) ανεβαίνω,αυξάνομαι
    3) (to put (a picture etc) into a frame, or stick it on to card etc.) κορνιζάρω
    4) (to hang or put up on a stand, support etc: He mounted the tiger's head on the wall.) αναρτώ,τοποθετώ
    5) (to organize: The army mounted an attack; to mount an exhibition.) οργανώνω,στήνω
    2. noun
    1) (a thing or animal that one rides, especially a horse.) άλογο ιππασίας
    2) (a support or backing on which anything is placed for display: Would this picture look better on a red mount or a black one?) πλαίσιο,βάση
    - Mountie

    English-Greek dictionary > mount

  • 15 put up

    1) (to raise (a hand etc).) υψώνω,σηκώνω
    2) (to build; to erect: They're putting up some new houses.) χτίζω
    3) (to fix on a wall etc: He put the poster up.) αναρτώ,κολλώ στον τοίχο
    4) (to increase (a price etc): They're putting up the fees again.) αυξάνω
    5) (to offer or show (resistance etc): He's putting up a brave fight.) προβάλλω (σθεναρή αντίσταση)
    6) (to provide (money) for a purpose: He promised to put up the money for the scheme.) προσφέρω
    7) (to provide a bed etc for (a person) in one's home: Can you put us up next Thursday night?) φιλοξενώ,παρέχω κατάλυμα σε

    English-Greek dictionary > put up

  • 16 sling

    1. [sliŋ] noun
    1) (a type of bandage hanging from the neck or shoulders to support an injured arm: He had his broken arm in a sling.) κούνια,χειρολάβος
    2) (a band of cloth etc worn over the shoulder for supporting a rifle etc on the back.) λουρί,αορτήρας
    3) (a looped arrangement of ropes, chains etc for supporting, hoisting, carrying and lowering heavy objects.) σύστημα ανάρτησης
    2. verb
    1) (to throw violently: The boy slung a stone at the dog.) εκσφενδονίζω
    2) (to support, hang or swing by means of a strap, sling etc: He had a camera and binoculars slung round his neck.) αναρτώ,κρεμώ

    English-Greek dictionary > sling

  • 17 вешать

    ρ.δ.μ.
    1. κρεμώ, αναρτώ, εξαρτώ•

    -люстру κρεμώ το πολύφωτο.

    2. απαγχονίζω.
    εκφρ.
    вешать собак на кого – τα φορτώνω στον άλλον και τα βαριά και τ’ αλαφριά στο γάιδαρο (τά φορτώνω) ή όλα τα στραβά τα κουλούρια η νύφη τα φτιάχνει.
    1. κρεμιέμαι, εξαρτιέμαι.
    2. απαγχονίζομαι.
    ρ.δ.μ.
    ζυγίζω, σταθμίζω.
    ζυγίζομαι, σταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вешать

  • 18 висеть

    вишу, висишь, ρ.δ.
    1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•

    лампа висит η λάμπα κρέμεται.

    || είμαι ευρύχωρος•

    пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).

    2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•

    на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.

    3. επικρέμαμαι•

    дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.

    || επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•

    беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.

    εκφρ.
    висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•
    висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•
    мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα.

    Большой русско-греческий словарь > висеть

  • 19 завешать

    ρ.σ.μ. κρεμώ, αναρτώ•

    завешать все стены картинами σκεπάζω όλους χους τοίχους με κρεμασμένες εικόνες.

    Большой русско-греческий словарь > завешать

  • 20 зацепить

    -едлю, -епишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зацепленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω. || εγγίζω, θίγω άθελα. || σκαλώνω, στεργιώνω, αναρτώ.
    2. μτφ. Θίγω (αισθήματα, συμφέροντα), γγίζω εκεί που πονά.
    προσκόπτω, πιάνομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι•

    рукав -лся за гвоздь το μανίκι σκάλωσε στο καρφί.

    || γαντζώνομαι, πιάνομαι, αρπάζομαι, κρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > зацепить

См. также в других словарях:

  • αναρτώ — αναρτώ, ανάρτησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναρτώ — (Α ἀναρτῶ, άω) κρεμώ κάτι, στηρίζω κάτι κάπου αρχ. μτφ. 1. εξαρτώ κάτι από κάπου 2. προσηλώνω 3. (μέσ., ώμαι) α. (για εδάφη) προσαρτώ, υποτάσσω σε κάποιον β. κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να ενδιαφερθεί για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αρτώ… …   Dictionary of Greek

  • αναρτώ — ησα, ήθηκα, ημένος, κρεμώ: Στους τοίχους του μαγαζιού είχε αναρτημένες λιθογραφίες με σκηνές από τον πόλεμο του 1912 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • προεξαρτώ — άω, Α αναρτώ, κρεμώ κάτι μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαρτῶ «αναρτώ, κρεμώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναρτώ — άω, Α 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι ακόμη 2. παθ. προσαναρτῶμαι, άομαι συνάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ἀναρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπεραναρτώ — άω, Μ [ἀναρτῶ] αναρτώ, κρεμώ κάτι πάνω από κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… …   Dictionary of Greek

  • ανάρτηση — η (Α ἀνάρτησις) [αναρτώ] το να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτι αρχ. 1. τό κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού 2. η σταύρωση …   Dictionary of Greek

  • αναδεσμώ — ἀναδεσμῶ ( έω) (Μ) δένω προς τα επάνω, αναρτώ, κρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δεσμῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»