-
41 разворачивать
разворачиватьнесов1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω/ ἀνοίγω (раскрывать):\разворачивать ковер ξετυλίγω τό χαλί· \разворачивать знамя ξεδιπλώνω τή σημαία· \разворачивать пакет ἀνοίγω τό δέμα-·2. перен ἀναπτύσσω, ἐξελίσσω:\разворачивать социалистическое соревнование ἀναπτύσσω τήν σοσιαλιστική ἀμιλλα·3. воен. (в боевой порядок) ἀναπτύσσω, παρατάσσω:\разворачивать колонну παρατάσσω τήν φάλαγγα· \разворачивать войска ἀναπτύσσω στρατεύματα·4. (машину и т. ἡ.) σπάζω, χαλ(ν)ῶ, ἀνακατεύω. -
42 разворотить
разворотитьсов ἀνασκάβω, ἀνακατεύω, χαλ(ν)ῶ:\разворотить дорогу ἀνασκάβω (или χαλῶ) τό δρόμο. -
43 разворошить
разворошитьсов ἀναποδογυρίζω, ἀνακατεύω. -
44 смешивать
смеш||иватьнесов1. ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγκερνώ (тк. жидкость)·2. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω·3. (перепутывать) συγχέω, μπερδεύω· \смешиватьива-ться1. (образовывать смесь) ἀναμιγνύομαι, ἀνακατεύομαι·2. (перепутываться) ἀνακατεύομαι, μπερδεύομαι· ◊ \смешиватьиваться с толпой χάνομαι μέσα στό πλήθος. -
45 трепать
трепатьнесов1. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω, μπερδεύω/ τραβολογώ (раздергивать):\трепать волосы ἀναμαλλιάζω, ἀνακατώνω τά μαλλιά·2. (похлопывать, поглаживать) χτυπώ φι-· λικά, χαϊδεύω:\трепать по плечу́ χτυπώ φιλικά στον ὠμο·3. (обувь, одежду и т. п.) разг χαλ(ν)ώ, παληὠνω (μετ.), φθείρω:\трепать о́бувь χαλ(ν)ώ τά παπούτσια· \трепать платье παληώνω τό φόρεμα· \трепать кни́ги φθείρω τά βιβλία·4. (языком) груб. γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ·5. (лен, коноплю) κοπανίζω, καθαρίζω· ◊ \трепать за уши τραβῶ τ' αὐτιά· \трепать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· его́ треплет лихорадка τόν δέρνει ὁ πυρετός· \трепать нервы кому́-л. разг ἐκνευρίζω κάποιον \трепать чье-л. имя κακολογώ, δυσφημώ κάποιον. -
46 cream
[kri:m] 1. noun1) (the yellowish-white oily substance that forms on the top of milk, and from which butter and cheese are made.) καϊμάκι2) (any of many substances made of, or similar to, cream: ice-cream; face-cream.) κρέμα3) (the best part; the top people: the cream of the medical profession.) αφρόκρεμα4) (( also adjective) (of) a yellowish-white colour: cream paint.) κρεμ2. verb1) (to make into a cream-like mixture: Cream the eggs, butter and sugar together.) χτυπώ, ανακατεύω2) (to take the cream off: She creamed the milk.) βγάζω το καϊμάκι3) ((with off) to select (the best): The best pupils will be creamed off for special training.) επιλέγω την αφρόκρεμα•- creamy- creaminess
- cream of tartar -
47 jumble
1. verb((often with up or together) to mix or throw together without order: In this puzzle, the letters of all the words have been jumbled (up); His shoes and clothes were all jumbled (together) in the cupboard.) ανακατεύω, μπερδεύω2. noun1) (a confused mixture: He found an untidy jumble of things in the drawer.) σωρός, ανακατωσούρα, κυκεώνας2) (unwanted possessions suitable for a jumble sale: Have you any jumble to spare?) σαβούρα• -
48 mingle
-
49 mix up
1) (to blend together: I need to mix up another tin of paint.) ανακατεύω2) (to confuse or muddle: I'm always mixing the twins up.) μπερδεύω3) (to confuse or upset: You've mixed me up completely with all this information.) μπερδεύω -
50 rummage
-
51 shuffle
1. verb1) (to move (one's feet) along the ground etc without lifting them: Do stop shuffling (your feet)!; The old man shuffled along the street.) σέρνω τα πόδια μου2) (to mix (playing-cards etc): It's your turn to shuffle (the cards).) ανακατεύω(χαρτιά τράπουλας)2. noun(an act of shuffling: He gave the cards a shuffle.) ανακάτεμα τράπουλας -
52 stir
[stə:] 1. past tense, past participle - stirred; verb1) (to cause (a liquid etc) to be mixed especially by the constant circular movement of a spoon etc, in order to mix it: He put sugar and milk into his tea and stirred it; She stirred the sugar into the mixture.) ανακατεύω2) (to move, either slightly or vigorously: The breeze stirred her hair; He stirred in his sleep; Come on - stir yourselves!) ανακατώνω/κουνώ,κουνιέμαι,σαλεύω3) (to arouse or touch (a person or his feelings): He was stirred by her story.) ξεσηκώνω2. noun(a fuss or disturbance: The news caused a stir.) ταραχή,σάλος- stirring- stir-fry
- stir up -
53 ерошить
[ιεροσίτ'] ρ. ανακατεύω -
54 замешивать
[ζαμιέσυβατ'] ρ. ανακατεύω -
55 намешивать
[ναμιέσυβατ'] ρ. ανακατεύω -
56 намешивать
[ναμιέσυβατ'] ρ. ανακατεύω -
57 разбалтывать
[ραζμπάλτυβατ"] ρ. ανακατεύω -
58 тассовать
[τασσαβάτ'] ρ. ανακατεύω -
59 ерошить
[ιεροσίτ'] ρ ανακατεύω -
60 замешивать
[ζαμιέσυβατ'] ρ ανακατεύω
См. также в других словарях:
ανακατεύω — ανακατεύω, ανακάτεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] … Dictionary of Greek
ανακατεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αναμειγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα: Ανακάτεψε φρέσκα και μπαγιάτικα ψάρια. 2. αναταράζω, φέρνω το πάνω κάτω: Ανακάτεψε το τσάι σου για να λιώσει η ζάχαρη. 3. διαταράζω την τάξη, τη σειρά: Άλλη φορά να μη μου ανακατέψεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφύρω — ανακατεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… … Dictionary of Greek
επικεράννυμι — ἐπικεράννυμι (Α) ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
καταφυρώ — καταφυρῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού φυρώ) ζυμώνω, ανακατεύω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυρῶ «ζυμώνω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
περικυκώ — άω, Μ αναμιγνύω τα πάντα, ανακατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
περιφύρω — Α αναμιγνύω, ανακατεύω άτακτα και ασυλλόγιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φύρω «ανακατεύω, μολύνω»] … Dictionary of Greek
πηλοδευστώ — έω, Α παρασκευάζω πηλό, ανακατεύω λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δευστῶ (< δεύστης < δεύω «αναμιγνύω, ανακατεύω»)] … Dictionary of Greek
προσεπιμ(ε)ίγνυμι — ΜΑ ανακατεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek