-
1 αναζωγράφημα
-
2 ἀναζωγράφημα
-
3 ἀναζωγράφημα
A memory-image, Peripatetic word, Alex.Aphr. de An.60.6, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναζωγράφημα
-
4 αναζωγραφημάτων
-
5 ἀναζωγραφημάτων
-
6 αναζωγραφήματα
-
7 ἀναζωγραφήματα
-
8 αναζωγραφήματος
-
9 ἀναζωγραφήματος
См. также в других словарях:
αναζωγράφημα — ἀναζωγράφημα ( ατος), το (Α) [ἀναζωγραφῶ] μνημονική εικόνα, εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό … Dictionary of Greek
ἀναζωγράφημα — memory image neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναζωγραφημάτων — ἀναζωγράφημα memory image neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναζωγραφήματα — ἀναζωγράφημα memory image neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναζωγραφήματος — ἀναζωγράφημα memory image neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] … Dictionary of Greek