-
1 αναίδεια
[анэдиа] ουσ. Θ. бесстыдство, наглость, нахальство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναίδεια
-
2 наглость
нагло||стьж ἡ θρασύτητα, ἡ αὐθάδεια, ἡ ἀναίδεια, ἡ ξετσιπωσιά:какая \наглостьсть! τί ἀναίδεια!, τί ξετσιπωσιά! -
3 беззастенчивость
беззастенчив||остьж ἡ ἀδιαντροπιά, ἡ ἀναίδεια, ἡ ἰταμότητα [-ης], ἡ προπέτεια. -
4 бессовестность
бессо́вестн||остьж1. (нечестность) ἡ ἀτιμία, ἡ ἀσυνειδησία;2. (наглость) ἡ ἀφιλοτιμία, ἡ ἀναίδεια. -
5 бесстыдство
бесстыд||ствос ἡ ἀδιαντροπία, ἡ ἀναίδεια, ἡ ἀναισχυντία. -
6 бесцеремонность
бесцеремонн||остьж ἡ ξετσιπωσιά, ἡ ἐλλειψη τρόπων, ἡ ἀναίδεια. -
7 дерзость
дерзост||ьж1. ἡ θρασύτητα [-ης], ἡ αὐθάδεια, ἡ ἀναίδεια, ἡ προπέτεια:говорить \дерзостьи ὀμιλῶ ἀναιδῶς, ὀμιλω μέ αὐθάδεια· иметь \дерзость ἔχω τό θράσος·2. (смелость) ἡ τόλμη, ἡ ἀποκοτιά. -
8 нахальство
нахал||ьствос ἡ αὐ-θάδεια, τό θράσος, ἡ ἀναίδεια -
9 непочтение
непочт||ениес ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀναίδεια, ἡ ἀνευλάβεια. -
10 хамство
хам||ствос разг ἡ ἀναίδεια, ἡ χον-τροκοπιά. -
11 дерзость
[νπέρζαστ'] οοσ. θ. αναίδεια, θρασύτητα -
12 нахальство
[ναχάλ'στβα] ουσ. ο. αυθάδεια, αναίδεια -
13 хамство
[χάμστβα] ουσ. θ. αναίδεια -
14 дерзость
[νπέρζαστ'] ουσ θ αναίδεια, θρασύτητα -
15 нахальство
[ναχάλ'στβα] ουσ ο αυθάδεια, αναίδεια -
16 хамство
[χάμστβα] ουσ θ αναίδεια -
17 бесстыдничать
ρ.δ.φέρνομαι με αναίδεια, αδιάντροπα κλπ. επίρ. -
18 бесстыдность
-и θ.αναίδεια, αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά, αναισχυντία. -
19 бесцеремонность
-и θ.αναίδεια, αυθάδεια, ξετσιπωσιά, κυνικότητα. -
20 дерзость
-и θ.1. αυθάδεια, θρασύτητα, αναίδεια, ιταμότητα, προπέτεια. || ιταμή πράξη, άσχημες εκφράσεις, λόγια.2. τολμηρότητα, το παράτολμον, αποκοτιά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀναιδεία — ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείᾳ — ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίδεια — shamelessness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίδεια — Θεά στην αρχαία Αθήνα, προσωποποίηση της αναίδειας. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, οι Αθηναίοι της είχαν στήσει βωμούς, όπως και στην Ύβρι. Ο ιστορικός συγγραφέας Ίστρος αναφέρει και ναό αφιερωμένο σε αυτήν, τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Επιμενίδης.… … Dictionary of Greek
αναίδεια — η αδιαντροπιά, θρασύτητα: Η αναίδεια του παιδιού αυτού δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναιδείας — ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem acc pl ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem acc pl (epic ionic) ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem gen sg (attic epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀναιδεία — ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείαι — ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίδει' — ἀναίδεια , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg ἀναίδειαι , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείαις — ἀναίδεια shamelessness fem dat pl ἀναίδεια shamelessness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείαν — ἀναιδείᾱν , ἀναίδεια shamelessness fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)