-
21 нагло
επίρ.με αυθάδεια, με θρασύτητα, με αναίδεια. -
22 наглость
-и θ.1. αυθάδεια, θρασύτητα, αναίδεια, ιταμότητα.2. αναιδής πράξη. -
23 нахальство
-а ουδ.1. αναίδεια, αναισχυντία, αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά.2. αυθάφεια, προπέτεια, θράσος. -
24 непочтение
-я ουδ.ασέβεια, ανευλάβεια, αναίδεια• μη εκτίμηση. -
25 неприличие
-я ουδ.απρέπεια, ασχήμια, αναίδεια• αισχρότητα. -
26 нескромность
-и θ.μη σεμνότητα μη μετριοφροσύνη αήθεια αδιακρισία, απρέπει/τ αναίδεια, αναισχυντία. -
27 нецеремонность
-и θ.απλότητα, ελευθερία, έλλειψη τύπων. || αν επισημότητα. || αναίδεια, αδιαντροπιά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀναιδεία — ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείᾳ — ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίδεια — shamelessness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίδεια — Θεά στην αρχαία Αθήνα, προσωποποίηση της αναίδειας. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, οι Αθηναίοι της είχαν στήσει βωμούς, όπως και στην Ύβρι. Ο ιστορικός συγγραφέας Ίστρος αναφέρει και ναό αφιερωμένο σε αυτήν, τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Επιμενίδης.… … Dictionary of Greek
αναίδεια — η αδιαντροπιά, θρασύτητα: Η αναίδεια του παιδιού αυτού δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναιδείας — ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem acc pl ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem acc pl (epic ionic) ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem gen sg (attic epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀναιδεία — ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείαι — ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίδει' — ἀναίδεια , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg ἀναίδειαι , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείαις — ἀναίδεια shamelessness fem dat pl ἀναίδεια shamelessness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείαν — ἀναιδείᾱν , ἀναίδεια shamelessness fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)