-
1 αμαθής
[аматис] εκ. неграмотный, незнающий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμαθής
-
2 невежественный
-
3 неграмотный
неграмотный αγράμματος; απαίδευτος, αμαθής (необра· зованный)* * *αγράμματος; απαίδευτος, αμαθής ( необразованный) -
4 безграмотный
1. (неграмотный) αγράμματος, αναλφάβητος, αμαθής 2. (малограмотный) ημιμαθής, ανορθόγραφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безграмотный
-
5 безграмотиый
безграмоти||ыйприл1. ἀγράμματος, ἀναλφάβητος / ἡμιμαθής, μισογραμματισμένος (малограмотный) / γεμᾶτος, ἀνορθογραφίες, ἀνορθόγραφος (о написанном) ;2. (невежественный) ἀμαθής;3. (плохо сделанный) κακοφτιαγμένος. -
6 невежда
невежда м, ж ὁ ἄξεστος, ὁ ἀγράμματος, ὁ ἀμαθής. -
7 невежественный
невежест||венныйприл ἀγράμματος, ἀμαθής, ἀστοιχείωτος. -
8 неграмотный
негра́мотн||ыйприл1. ἀγράμματος, ἀναλράβητος / ἀνορθόγραφος (о написанном)/ γεμάτος λάθή (с ошибками):\неграмотныйое письмо γράμμα γεμάτο λάθη· \неграмотныйая речь ἡ ἀγράμματη ὁμιλία·2. перен ἀμαθής, ἀτζαμής, ἄπειρος / ἄτεχνος, κακότεχνος, ἀγράμματος (о работе, рисунке):\неграмотныйый архитектор ὁ ἀτζα-μῆξ ἀρχιτέκτων3. м ὁ ἀγράμματος. -
9 необразованный
необразованныйприл ἀγράμματος, ἀμόρφωτος, ἀμαθης. -
10 неопытный
неопытныйприл ἀδαής, πρωτόπειρος, ἄπειρος, ἀτζαμής, ἀμαθης. -
11 непросвещенный
непросвещенныйприл ἀμαθής, ἀπαίδευτος. -
12 неуч
неучм разг ὁ ἀμαθης, ὁ ἀμόρφωτος. -
13 профан
профанм ὁ ἀδαής, ὁ ἀμαθής, ὁαγράμματος. -
14 темный
темн||ыйприл1. σκοτεινός/ σκούρος, μελανός (о цвете):\темныйая ночь ἡ σκοτεινή νύχτα1 \темныйое платье τό σκούρο φόρεμα· \темныйые волосы τά μαύρα (или τά σκοῦρα) μαλλιά·2. (неясный, неизвестный) σκοτεινός:\темныйые места в книге οἱ σκοτεινές σελίδες τοῦ βιβλίου·3. (подозрительный) ὕποπτος, σκοτεινός:\темныйое прошлое τό ὕποπτο (или τό σκοτεινό) παρελθόν это дело \темныйое αὐτό εἶναι σκοτεινή ὑπόθεση·4. (невежественный) ἀμαθης· ◊ \темныйая вода мед. ἡ ἀμαύρωση (τῶν ὁφθαλμών)· темным-темно разг θεοσκότεινα· \темныйое пятно́ ἡ μελανή κηλίδα -
15 неуч
[νιέουτς] ουσ. α. αμαθής -
16 профан
[πραφάν] ουσ. α. αδαής, αμαθής, αγράμματος -
17 неуч
[νιέουτς] ουσ α αμαθής -
18 профан
[πραφάν] ουσ α αδαής, αμαθής, αγράμματος -
19 безграмотный
επ., βρ: тен, -тна, -тно.1. αγράμματος, αναλφάβητος, αμαθής.2. ανορθόγραφος. || ατζαμίστικος, άπειρος. -
20 животное
-ого ουδ.1. ζώο, κτήνος•безпо-звоночные -ые ασπόνδυλα ζώα•
домашние -ые κατοικίδια ζώα•
хишнов -ое αρπαχτικό ζώο•
млекопитающие -ые τα θηλαστικά ζώα•
двухногое животное δίποδο ζώο•
вьючное животное φορτηγό ζώο, υποζύγιο•
всеядное животное παμφάγο ζώο•
сумчатое -μαρσιποφόρο ζώο.
|| ζωική ύπαρξη.2. μτφ. άξεστος, απολίτιστος, αμαθής, βλάκας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἁμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθής — ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμάθης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαθής — ές (Α ἀμαθής) 1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός) 2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος 3. ανόητος, βλάκας αρχ. 1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος 2.… … Dictionary of Greek
αμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, απαίδευτος: Θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο, αλλά ήταν αμαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρεῖττον ὀψιμαθὴς ἢ ἀμαθής. — См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀμαθῆ — ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμαθής ignorant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμαθής ignorant masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθέστερον — ἀμαθής ignorant adverbial comp ἀμαθής ignorant masc acc comp sg ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθεστάτων — ἀμαθής ignorant fem gen superl pl ἀμαθής ignorant masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθεστέρων — ἀμαθής ignorant fem gen comp pl ἀμαθής ignorant masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)