-
1 αλήτης
[алитис] ουσ. а. бродяга,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλήτης
-
2 бродяга
бродя||гам ὁ ἀλήτης, ὁ σουρτούκης. -
3 бездомный
бездомныйприл ἄστεγος, ἀνέστιος, χωρίς σπίτι:\бездомный бродяга ὁ ἀλήτης. -
4 босяк
босякм ὁ ἀλήτης, ὁ σουρτοῦκης. -
5 хулиган
хулиганм ὁ μόρτης, ὁ ἀλήτης, ὁ καυ-γατζής. -
6 бродяга
[μπραντγιάγα] ουσ. α αλήτης -
7 хулиган
[χουλιγκάν] ουσ. α. αλήτης -
8 бродяга
[μπραντγιάγα] ουσ α αλήτης -
9 хулиган
[χουλιγκάν] ουσ α αλήτης -
10 архаровец
-вца α. (απλ. παλ.)1. αστυνομικός.2. (απλ.) καυγατζής, φασαρίας• αλήτης, σουρτούκης• κουρελιάρης. -
11 босяк
-а α.ξυπόλυτος, αλήτης, λεμές. -
12 бродяга
-и α.αλήτης, αλάνης, ρεμπεσκές, ρεμπέτης, σουρτούκης. || πλανόδιος. -
13 зимогор
-а α.(διαλκ.) ξυπόλητος, αλήτης. -
14 золоторотец
-тца α. παλ. αλήτης, αλάνης, ξυπόλυτος, ξεβράκωτος. -
15 подзаборник
-а α.1. παλ. βλ. подкидыш.2. (απλ.) αλήτης, σουρτούκης κάθαρμα ή απόβρασμα της κοινωνίας. -
16 хулиган
-а α.-ка, -и θ.αλήτης, ταραχοποιός, χούλιγκανς. -
17 шатун
-а α.1. (τεχ.) διωστήρας, μπιέλα.2. (απλ.) ο περιπλανώμενος• αγύρτης, αλήτης.(κυνηγ.) αρκούδα περιφερόμενη στο δάσος. -
18 шиш
-а α.1. βλ. кукиш.2. μτφ. (απλ.) τίποτε, παντελής έλλειψη ή ανεπάρκεια.3. παλ. αλήτης• άρπαγας, ληστής.εκφρ.шиш с маслом получить ή дать – (απλ.) τίποτε απολύτως δεν παίρνω ή δε δίνω•на какиешиши – με τι μέσα ή πόρους•ни -а (нет имеется – κλπ.) τίποτε απολύτως δεν υπάρχει. -
19 шпана
-ы θ., πλθ. δεν έχει. (απλ.) απατεώνας, αλήτης, αλάνι, μόρτης.
См. также в других словарях:
Ἀλήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήτης — wanderer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του … Dictionary of Greek
αλήτης — ο θηλ. ισσα αυτός που περιπλανιέται άσκοπα, αυτός που δεν έχει κατοικία και δουλειά: Τον έλεγαν αλήτη, αλλά δεν ήταν, γιατί ζητούσε δουλειά, μα δεν έβρισκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλᾶτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg (doric) ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλῆτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλητα — Ἀλήτης masc voc sg Ἀλήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλητῶν — Ἀλήτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλήταις — Ἀλήτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήταις — ἀλήτης wanderer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλήτην — Ἀλήτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)