-
1 αλητης
-
2 Αλητης
дор. Ἀλάτᾱς - ου (ᾰλᾱ) ὅ Алет (потомок Геракла, миф. родоначальник алетиадов, царствующего рода в Коринфе) Pind. -
3 αλήτης
ο, αλήτισσα и αλήτις (-ιδος) η1) бродяга, бося|к, -чка; 2) хулиган, -ка -
4 αλήτης
[алитис] ουσ. а. бродяга,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλήτης
-
5 αλήτης
[алитис] ουσ α бродяга. -
6 αλατας
-
7 Αλατας
-
8 αιδοιος
31) внушающий уважение, почтенный(βασιλεύς, ξεῖνοι, ἑκυρά Her.; γέρας Pind.; πόσις Aesch.)
α. Ζεύς Aesch. — великий Зевс2) застенчивый, стыдливый, робкий(ἄλοχοι, παρθένος, ἀλήτης Hom.)
3) почтительный(πνεῦμα, λόγοι Aesch.)
4) сострадательный, милостивый(πρόξενος Aesch.)
-
9 επιμαστος
-
10 κακος
3(compar. κακίων, χείρων, ἥσσων, поздн. κακῑότερος; superl. κάκιστος, χείριστος и ἥκιστος)1) плохой, неопрятный, изношенный(εἵματα Hom.)
2) плохой, дурной, негодный, нерадивый(νομῆες Hom.)
3) плохой, неискусный, неумелый(ἡνίοχος Hom.; ἰατρός Aesch.; κυβερνήτης Eur.)
κ. δ΄ αἰδοῖος ἀλήτης Hom. — жалок застенчивый нищий, т.е. плохо нищему, который стыдится просить подаяния;εἰ μέ ἐγὼ κ. γνώμην ἔφυν Soph. — если я не ошибаюсь;λέγειν σὺ δεινός, μανθάνειν δ΄ ἐγὼ κ. σοῦ Soph. — говорить ты горазд, но я-то не гожусь в твои ученики;κ. πρὸς αἰχμήν Soph. — слабый в бою (досл. в отношении копья), лишенный боевого духа4) робкий, малодушный, трусливыйἐὰν ὑμᾶς ὁρῶσιν ἀθυμοῦντας, πάντες κακοὴ ἔσονται Xen. — если они увидят вас оробевшими, все (они и сами) струсят
5) простого происхождения, незнатныйοὔ τινα τίεσκον ἀνθρώπων, οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν Hom. — (Антиной и другие) не уважали никого из людей - ни простолюдина, ни знатного
6) злой, порочный, подлый, преступный(ἥ κακέ βουλέ τῷ βουλεύσαντι κακίστη, sc. ἐστίν Plut.)
ὦ κάκιστε! Soph. — ах ты, негодяй!;κ. κἀκ (= καὴ ἐκ) κακῶν Soph. — преступный отпрыск преступных родителей7) редко (тж. κ. εἶδος Hom.) некрасивый, безобразный Hom.8) злой, злобный, враждебный, неприязненный(λόγοι Soph.; πρός τινα Thuc.)
9) гибельный, губительный, роковой(μοῖρα, πόλεμος Hom.; τύχη Soph., Arst.)
10) мучительный, убийственный(νόσος Hom.; ἄλγη Aesch.)
11) зловещий(ὄρνις Eur.; ὀνείρατα Hom.)
12) несчастный, ужасный13) позорный, бесславный(δόξα Eur.; φάτις Soph.)
См. также в других словарях:
Ἀλήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήτης — wanderer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του … Dictionary of Greek
αλήτης — ο θηλ. ισσα αυτός που περιπλανιέται άσκοπα, αυτός που δεν έχει κατοικία και δουλειά: Τον έλεγαν αλήτη, αλλά δεν ήταν, γιατί ζητούσε δουλειά, μα δεν έβρισκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλᾶτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg (doric) ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλῆτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλητα — Ἀλήτης masc voc sg Ἀλήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλητῶν — Ἀλήτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλήταις — Ἀλήτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήταις — ἀλήτης wanderer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλήτην — Ἀλήτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)