-
1 ακόλουθος
[аколутос] ас. сопровождающий, состоящий в свите.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακόλουθος
-
2 атташе
-
3 пресс-атташе
-
4 провожающий
-
5 следующий
следующий 1) επόμενος, ερχόμενος, ακόλουθος; на \следующий день την επομένη; в \следующий раз την άλλη φορά 2): \следующий! ο άλλος!, ο επόμενος!* * *1) επόμενος, ερχόμενος, ακόλουθοςна сле́дующий день — την επομένη
в сле́дующий раз — την άλλη φορά
2)сле́дующий! — ο άλλος!, ο επόμενος!
-
6 атташе
α.άκλ.ακόλουθος•военный атташе ο στρατιωτικός ακόλουθος.
-
7 атташе
дип. о διπλωματικός ακόλουθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атташе
-
8 ведомый
1. мех. κινούμενοςακόλουθος2. (рад., ав.) οδηγούμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ведомый
-
9 атташе
атташем нескл. дип. ὁ ἀκόλουθος. -
10 дальнейший
дальнейш||ийприл (последующий) ὁ ἐπόμενος, ὁ παρακάτω, ὁ παραπέρα, ἀκόλουθος, ἀπώτερος:в \дальнейшийем (в будущем) στό ἐξής, είς τό μέλλον до получения \дальнейшийих указаний μέχρι λήψεως νεωτέρων ὁδηγιών. -
11 компаньонка
компан||ьо́нкаж1. (спутница) ἡ συνοδός, ἡ συντρόφισσα·2. ком. ἡ συνέταιρος·3. уст. ἡ ἀκόλουθος. -
12 последующий
последующийприл ἐπόμενος, ἀκόλουθος, κατοπινός, ἐπακόλουθος / μεταγενέστερος, ὑστεροφανής (позднейший). -
13 следующий
следующ||ий1. прим.. от следовать·2. прил ἐπόμενος, ἀκόλουθος:на \следующий день τήν ἐπομένη[ν] (ἡμέρα), τήν ἐπαύριον на \следующий год τό ἐπόμενον ἔτος, τοῦ χρόνου· продолжение в \следующийем номере, выпуске ἡ συνέχεια είς τό προσεχές τεῦχος· \следующийим образом ὡς ἐξής· кто \следующий? ποιος ἔχει σειρά· ποιος εἶναι ὁ ἐπόμενος; -
14 торгпред
торгпредм (торговый представитель) ὁ ἐμπορικός ἀκόλουθος. -
15 атташе
[ατάσε] ουσ. α ακόλουθος -
16 слагаемое
[σλαγκάιμαιε] ουσ. ο. (μαθ.) προσθετέος επ. επόμενος, ακόλουθος -
17 атташе
[ατάσε] ουσ α ακόλουθος -
18 слагаемое
[σλαγκάιμαιε] ουσ ο (μαθ) προσθετέος επ επόμενος, ακόλουθος -
19 адъютант
-а α.υπασπιστής, ακόλουθος. -
20 ведомый
ведомый 1επ., βρ: -дом, -а, -о1. παλ. γνωστός, ξακουστός, περιβόητος•ведомый обманщик ξακουστός απατεώνας.
2. ως ουσ. с -а чьего εν γνώσει του•без -а εν αγνοία.
ведомый 21. παθ. μτχ. ενστ. του ρ. вести.2. επ. κ. ουσ. οδηγούμενος.3. (τεχ.) κινούμενος από άλλον•-ое колесо τροχός κινούμενος από άλλον ή ακόλουθος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἁκόλουθος — ἀκόλουθος , ἀκόλουθος following masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόλουθος — following masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία … Dictionary of Greek
ακόλουθος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος: Την ακόλουθη μέρα ξεκινήσαμε για το ταξίδι. 2. ο συνεπής: Όσα είπα είναι ακόλουθα προς όσα πιστεύω. 3. κατώτερος βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία και ειδική θέση στο διπλωματικό σώμα: Από γραφέας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκολουθότερον — ἀκόλουθος following adverbial comp ἀκόλουθος following masc acc comp sg ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολούθως — ἀκόλουθος following adverbial ἀκόλουθος following masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόλουθον — ἀκόλουθος following masc/fem acc sg ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθότερα — ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθότερος — ἀκόλουθος following masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολούθοιν — ἀκόλουθος following masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολούθοις — ἀκόλουθος following masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)