-
1 σύνοδος
[синодос] ουσ. Θ. ассамблея, конгресс, (εχκλ.) синодΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύνοδος
-
2 собор
-а α.1. (προεπαν.) συνέλευση, σύνοδος (διοικητικών στελεχών).2. (εκκλσ.) σύνοδος•вселенский собор οικουμενική σύνοδος.
3. ναός μητροπολιτικός•кафедральный собор καθεδρικός (μητροπολιτικός) ναός.
-
3 проводник
I. 1. эл. ο αγωγός - тепла - της θερμότητας 2. (направляющее устройство) ο οδηγός. II. 1.(провожатый) о συνοδός 2. ж.-д. о συνοδός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводник
-
4 провожающий
-
5 сессия
сессия ж 1) η σύνοδος 2): экзаменационная \сессия οι εξετάσεις (η περίοδος εξετάσεων)* * *ж1) η σύνοδος2)экзаменацио́нная се́ссия — οι εξετάσεις (η περίοδος εξετάσεων)
-
6 сессия
сессияж ἡ σύνοδος, ἡ συνεδρία:\сессия Верховного Совета СССР ἡ σύνοδος τοῦ 'Ανωτάτου Σοβιέττής ΕΣΣΔ· экзаменационная \сессия οἱ ἐξετάσεις, ἡ ἐξεταστική περίοδος. -
7 синод
синодм ἡ σύνοδος:священный \синод ἡ Ιερά Σύνοδος. -
8 собор
соборм1. (церковь) ὁ μητροπολιτικός (или ὁ καθεδρικός) ναός·2. (собрание духовенства) ἡ σύνοδος:вселенский \собор ἡ οἰκουμενική σύνοδος. -
9 вселенский
-
10 проводник
-а α.1. αγωγός (ηλεκτρ. ρεύματος, ήχου κ.τ.τ.).2. μτφ. μεταδότης, φορέας, διοχετευτής.-а α.1. οδηγός ξεναγός;2. συνοδός•проводник детского вагона συνοδός παιδικού βαγονιού.
-
11 сессия
-и θ.1. σύνοδος, συνεδρία•сессия верховного совета СССР σύνοδος του Ανώτατου Συμβουλίου της ΕΣΣΔ•
решения -и αποφάσεις της συνόδου.
2. εξετάσεις ή περίοδος εξετάσεων•зимняя -οι χειμερινές εξετάσεις (2ου τρίμηνου ή 1ου εξάμηνου).
-
12 синод
-а α.(εκκλσ.) σύνοδος•священный синод ιερή σύνοδος.
-
13 соборность
-и θ.σύνοδος•православная соборность ορθόδοξη σύνοδος.
-
14 бортпроводник
ο (αερο)συνοδόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бортпроводник
-
15 концертмейстер
муз. 1. (руководитель группы исполнителей в оркестре) о υπεύθυνος/μαέστρος της ομάδας μουσικών/χορωδίας στην ορχήστρα 2. (пианист-аккомпаниатор, разучивающий партии с певцами) о συνοδός της συναυλίαςο ακο-μπανίστας (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концертмейстер
-
16 сессия
1. (заседания представительных органов) η σύνοδοςη συνεδρία2. (экзамены и время сдачи экзаменов в вузах) οι εξετάσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сессия
-
17 синодический
астр. συνοδικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > синодический
-
18 собор
1. (храм) о (καθεδρικός) ναός 2. (собрание высшего христианского духовенства) η σύνοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собор
-
19 стюард
1. ав. ο αεροσυνοδόςο ιπτάμενος συνοδός2. мор. о θαλαμηπόλος, о καμαρότοςο τραπεζοκόμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стюард
-
20 стюардесса
ав. η αεροσυνοδόςη ιπτάμενη συνοδόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стюардесса
См. также в других словарях:
σύνοδος — 1 masc/fem nom sg σύνοδος 2 assembly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
συνοδός — ο, η 1. αυτός που συνοδεύει: Τον ακολουθούσαν σεμικρή απόσταση οι συνοδοί του. – Εργάζεται ως συνοδός σε σχολικό λεωφορείο. 2. το δεύτερο μέλος διπλού αστρικού συστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύνοδος — η 1. συνέλευση επισκόπων για συζήτηση εκκλησιαστικών θεμάτων και λήψη αποφάσεων: Η πρώτη οικουμενική σύνοδος έγινε στη Νίκαια. 2. το σύνολο των συνεδριάσεων της Βουλής σε ένα έτος: Ο πρόεδρος κήρυξε τη λήξη των εργασιών της πρώτης συνόδου της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τριδέντου, σύνοδος του- — Σύνοδος της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε το 1545 και τελείωσε τις εργασίες της το 1563, μετά από δύο μεγάλες διακοπές. Οι εργασίες της σ. του Τ. άρχισαν επί πάπα Παύλου Γ’, διαιρούνται δε σε 3 περιόδους. Η πρώτη (1545 47),… … Dictionary of Greek
συνοδός αστέρας — (Αστρον.). Το δεύτερο μέλος του διπλού αστρικού συστήματος. Συνήθως ο σ. είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ότι ο κύριος αστέρας, πολλές φορές όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα διάκριση ανάμεσα στον κύριο αστέρα και το σ. του, επειδή και οι δύο είναι… … Dictionary of Greek
Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… … Dictionary of Greek
Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) … Dictionary of Greek
ξύνοδος — σύνοδος , σύνοδος 1 masc/fem nom sg σύνοδος , σύνοδος 2 assembly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόδω — σύνοδος 1 masc/fem nom/voc/acc dual σύνοδος 1 masc/fem gen sg (doric aeolic) σύνοδος 2 assembly fem nom/voc/acc dual σύνοδος 2 assembly fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)